γλιστρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιστρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιστρίδα ἡ, σύνηθ. γλιτρίδα Βάρν. Τσακων. (Χαβουτσ.) γλιστρία Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.) Ρόδ. γλιστιρίδα Κύπρ. (Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) γλιστιρία Κύπρ. (Λευκωσ. Μένοικ.) γλιστερίδα Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 114 γλιστερία Κύπρ. ἀγλιστρίδα Λεξ. Βυζ. ἀγλιστρία Κάρπ. Κάσ. βλιστρίδα Λῆμν. λιστρίδα Προπ. (Μηχαν.) λιτρίδα Τσακων. (Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ ἐγκλυστρίς. Βλ. Κορ., Ἄτ., 4. 81 καὶ 685. Πβ. Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 5 (1918-20), 69. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ’Ανδράχνη ἡ λαχανηρὰ (Portulaca oleracea) τῆς οἰκογ. τῶν Λυκιτιδῶν (Portulacaceae) ἔνθ’ ἀν.: Ἔχομε πολλὲς γλιστρίδες Τῆν. (Πύργ.) ’Εμάζωξα bόλικη γλιστρίδα νὰ κάμωμε σαλάτα Κρήτ. (’Αβδοῦ). Μὶ γλιστρίδις κανάμι σαλάτις Βιθυν. (Πιστικοχ.) ᾽Αρέσκει σου πολ-λὰ ἡ γλιστιρίδα; Κύπρ. (Πεδουλ.) || Φρ. Γλιστρίδα ἔφαγε (ἐπὶ φλυάρου) πολλαχ. Γλιστρίδα ἤφαε καὶ γλιστρᾷ ἡ γλῶσσα του (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κῶς (Πυλ.) Τοῦ ’βαλαν ’ς τὸ στόμα γλιστρίδα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) ἐνιαχ. || ᾎσμ. Ἐβόσκουτον μονάχο του κ’ ἔτρωγε τὴ γλιστρίδα Ἤπ. Συνών. ἀντράκλα (Ι), τρέβλα, χλιμίτσα, χοιροβότανο. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλιστρίδα καὶ ὡς παρωνύμ. Σῦρ. β) Ὡς ὕβρις ἐπὶ ἀνδρῶν Θρᾴκ. (Τσακίλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA