γρυμψώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρυμψώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρυμψώνω ἀμάρτ. γρυμώνω Πόντ. (Ματζούκ. Σταυρ. Χάλδ.) ρεμώνω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρύμψος.

Σημασιολογία

Ἰσχναίνομαι, ἀδυνατίζω σωματικῶς, αἰσθάνομαι ἐξάντλησιν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγρύμωσεν ἡ καρδία μ᾽ Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/