γυˬαλάδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλάδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυˬαλάδικος ἐπίθ. σύνηθ. γυˬαλ-λάδικος Κῶς Λέρ. κ.ἀ. γυˬαλάδ᾽κους Εὔβ. (Ἄκρ.) ᾽υˬαάδικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλ-λάικος Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς κ.ἀ. γυˬαλτάδικος Ἀστυπ. Θηλ. γυˬαλάδικιˬα Λειψ. Πάτμ. κ.ἀ. γυˬαλ-λάι-τα Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λέρ. κ.ἀ. γυˬαλτάδιτσα Ἀστυπ. Οὐδ. γυˬαλιˬάδικο Ἰων. (Σμύρν.) Χίος (Βροντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλᾶς, παρὰ τὸ θέμα τοῦ πληθ. γυˬαλᾶδες καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικος.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ λέμβου, ἐκείνη, τῆς ὁποίας οἱ ἁλιεῖς ἁλιεύουν μὲ τὴν βοήθειαν ἀλιευτικοῦ φακοῦ, γυˬάλας, τὸ ὁπ. βλ., Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Λειψ. Πάτμ. κ.ἀ.: Γυˬαλάδικιˬα βάρκα Πάτμ. Ξεφάνησαμ ᾽bὸ τὴχ-Χαλὴν τρεῖς γυˬαλ-λάιτες βάρτες Κάλυμν. ᾽Λημένω τὰ γυˬαλ-λάικα νὰ πάρω καένα ψάριν νὰ μαερέψω (᾽λημένω = περιμένω) Κῶς. Ἤρτασιν dὰ γυˬαλ-λάικα μ-μ᾽ ᾽ὲν ἐφέρασιν ψάρgιˬα αὐτόθ. Συνών. γυˬάλα 3β. 2) Οὐσ. οὐδ, τὸ ὑαλοπωλεῖον σύνηθ.: Ἡ ὁδὸς Αἰόλου εἶναι γεμάτη γυˬαλάδικα Ἀθῆν. Θὰ πάω ᾽ς τὸ γυˬαλάδικο ν᾽ ἀγοράσω μερικὰ ποτήριˬα Πειρ. Δὲν ηὗρα σὲ κανένα γυˬαλάδικο τὴν ἴδιˬα κούπα Ἰων. (Σμύρν.) Γυρίσαμ᾽ δυˬὸ-τρία γυˬαλάδ᾽κα γιˬὰ ν᾽ ἀγοράσουμ᾽ τὰ γυˬα᾽κὰ τῆς προίκας Εὔβ. (Ἄκρ.) Συνών. γυˬαλαρε͜ιό, γυˬαλοπωλεῖο. β) Τὸ ὑαλουργεῖον Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/