γυˬαλάκιˬας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλάκιˬας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλάκιˬας ὁ, σύνηθ. γυˬαλ-λάκιˬας Κύπρ. (Αἰγιαλ.) ᾽υˬαλάκιˬας Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽υαάκιας Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλάκιˬα τὰ, κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ εἰς -άκιˬας κατὰ σκωπτικῆν ἔννοιαν σχηματισθέντα δασκαλάκιˬας, γυναικάκιˬας, κοριτσάκιˬας, κορτάκιˬας, παντρεμενάκιˬας, σαχλαμαράκιˬας κ.ἀ.
Σημασιολογία
Σκωπτικῶς πως, ὁ διοπτροφόρος, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔχει ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν σύνηθ.: Ὁ γείτονάς μας ὁ γυˬαλάκιˬας πάντρεψε τὴν κόρη του Πειρ. Ἦρθε κ᾽ ἐκεῖνος ὁ γυˬαλάκιˬας τσῆ Κατερίνας ᾽πό τὴν Ἀθήνα κιˬ ἄρχισε τ᾽ς ἀργολαβίες μὲ τὰ κορίτσα τῆς ρούγας (ἀργολαβίες = ἐρωτοτροπίες, ρούγας = γειτονιᾶς, συνοικίας) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἕνα Χωραΐτ᾽ ἤπηρε. ᾽κεῖνο dὸ ᾽υˬαάκιˬα πὄχει μαγαζὶ ᾽ς τὴ Χώρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬὰ ἰδές τον τὸ γυˬαλάκιˬα πῶς διˬαβάζει ἐφημερίδα. μέσ᾽ ᾽ς τὰ μάτιˬα του τὴ βάζει Ἀθῆν. Τώρα πού ᾽βαλεν γυˬαλ-λιˬὰ τ᾽ ἐγίνηκεν γυˬαλ-λάκιˬας, ἀ-ήμισεν τέλε͜ια Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Συνών. στραβογυˬαλιˬᾶς. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυˬαλάκιˬας καὶ ὡς παρωνύμ. Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Μαργέλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA