γλιστρίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιστρίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλιστρίτης ὁ, Ἄνδρ. Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. (Βιάνν.) Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ. Γαλανᾶδ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κόκκιν. Κοντογόν. Λογγ. Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Οἴτυλ. Παιδεμέν. Παππούλ. Ποταμ. κ.ἀ) Σέριφ. Σίκιν. Τῆν. (’Ιστέρν. κ.ἀ.) γ’ιστρίτ’ς Ἄνδρ. (Κόρθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) γ’στρίτ’ς Πάρ. (Λεῦκ.) γλιστρίτι τό, Πελοπν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλιστρῶ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1)Εἶδος φαιόχρου ἐδωδίμου ἀμανίτου, τῆς ὀνομασίας ὀφειλομένης εἰς τὴν γλοιώδη τούτου ὑφήν Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. (Βιάνν.) Κύθν. Νάξ. (᾽Απύρανθ. Γαλανᾶδ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κόκκιν. Κοντογόν. Λογγ. Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Οἴτυλ. Παιδεμέν. Παππούλ. Ποταμ. κ.ἀ.) Σέριφ. Σίκιν. Τῆν. (’Ιστέρν. κ.ἀ.) Τσοὺ γλιστρίτες τσοὺ τρῶμε μαζὶ μ’ ἄλλα μανιτάριˬα τηγανιτοὺς Παιδεμέν. Ἤφερα καbόσ’ ἀμανίτες, μὰ δὲν εἶναι τίοτα, γλιστρίτες εἶναι ᾿Απύρανθ. Συνών. ἀχερίτης, γλινίτης, γλιστρίδι (ΙΙ) 2, γλιστρίτσα 1, γλιστρομανίτα, γλιστρομανίτης, γλιτσίτας, γλιτσίτης, δροσίτης, κουκούμι, πλατοκέφαλος. β) Εἶδος μύκητος δηλητηριώδους Ἄνδρ. Συνών. ζουρλομανίταρο. 2) Τὸ ὀξύγαλα Πὰρ. Συνών. ἀριˬάνι, γιˬαούρτι, μαρκάτι, ὀξύγαλα. 3) Εἶδος ὄφεως Θήρ. Πβ. ἀστρίτης, δεντρίτης, σαπίτης, τυφλίτης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλιστρίτης καὶ ὡς παρωνύμ. Θήρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/