γυˬαλατζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλατζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλατζῆς ὁ, ἐνιαχ. γυˬαλ-λατζῆς Σύμ. κ.ἀ. γυˬαλανdζῆς Ἀστυπ. γυˬάλ-λαdζης Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬάλα, τὸ ὁπ. βλ., καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -τζῆς.
Σημασιολογία
Ὁ ἁλιεύων μὲ τὴν βοήθειαν ἁλιευτικοῦ φακοῦ, γυˬάλας, ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γυˬαλᾶς 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA