γυˬαλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλεύω Ἀγαθον. Ἰκαρ. (Εὔδηλ. κ.ἀ) Κάσ. γυˬαλεύου Θεσσ. (Πήλ. Τρίκερ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὑσ. γυˬαλί, τὸ ὁπ. βλ.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἁλιέων, ἀνακαλύπτω ἀνιχνεύων διὰ τοῦ ἁλιευτικοῦ φακοῦ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ἔνθ᾽ ἀν.: Γυˬαλεύουνε μὲ τὸ γυˬαλὶ τ᾽ ἀχταπόδιˬα καὶ τὰ πιˬάνουνε μὲ σαλαγγιˬὲς Ἀγαθον. Τὰ ξ᾽λάκιˬα γιˬὰ τ᾽ ἀχταπόδιˬα τά ᾽χουν ᾽ς τ᾽ βάρκα, ὅντις γυˬαλεύ᾽νι μὶ τοὺ γυˬαλὶ (ξ᾽λάκιˬα = μικρὰ τεμάχια ξύλου, τὰ ὁποῖα τοποθετοῦν μεταξὺ τῶν πλοκάμων τοῦ ὀκτάποδος, διὰ νὰ κρατοῦν αὐτοὺς διεσταλμένους, ὅταν τὸν ἀπλώνουν διὰ νὰ στεγνώσῃ) Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἐκεῖ ποὺ bαίνει ὁ ψαρᾶς μέσα ᾽ς τὴ βάρκα καὶ γυˬαλεύει μὲ τὸ γυˬαλὶ λέγεται ροῦbος Ἰκαρ. (Εὔδηλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA