δαιμονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαιμονίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. κ.ἀ.) δαιμονίζ-ζω Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. δαιμονίdζω Σύμ. δαιμονίντζω Ἀστυπ. Λέρ. Σίφν. κ.ἀ. dαιμονίζω Καππ. (Ἀραβάν.) δαιμονίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) διμουνίζου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βογατσ. Σισάν. Χαλκιδ.) κ.ἀ. διμον-νίνου Λυκ. (Λιβύσσ.) δαιμονίζουρ ἔνι Τσακων.(Πραστ. κ.ἀ.) δαιμονῶ Α. Κρήτ. Ἀόρ ἐδαιμόνιξα Πόντ. ἐδαιμόν᾿τσα Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Μέσ. καὶ Παθ. δαιμονίζομαι σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) δαιμονίζ-ζομαι Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ. δαιμονίζουμαι πολλαχ. διμουνίζουμι σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. δαιμονίdζομαι Σύμ. δαιμονίντζομαι Ἀστυπ. Κάρπ. Λέρ. Σίφν. κ.ἀ. δαιμονίγουμαι Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) δαιμονίουμαι Πόντ. (Χαλδ.) δαιμονίσκομαι Πόντ. (Οἰν.) δαιμονίσκουμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) δαιμονισκούμενερ ἔνι Τσακων. Ἀόρ. ἐδαιμονίγα Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἐδαιμονίστα Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) Μετοχ. δαιμονιγμένος Πόντ. (Τρίπ.) διμουντζ᾿μένους Μακεδ. (Βογατσ.) dαιμονισμένο Καππ. (Ἀραβάν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. δαιμονίζω.

Σημασιολογία

Α) Ἐνεργ. 1) Πειράζω, ἐρεθίζω, ἐξοργίζω, τινὰ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. κ.ἀ.): Μὴ μὲ δαιμονίζῃς πρωΐ- πρωΐ. Μέρα δὲν περνᾷ, ποὺ νὰ μὴ μὲ δαιμονίσῃς πολλαχ. Κάθε πρωΐ μ᾿ αὐτὸ τὸ ψαλὶδι τσὰκ - τσὰκ μὲ δαιμονίζεις Ἀθῆν. Πουλὺ μὶ διμουνίζ᾿ αὐτὸ τοὺ πιδί, μὰ δὲ ξέρω, πο͜ιὰ μέρα θά ᾿ν᾿ αὐτή, ποὺ θὰ τοὺ πιˬάσου κὶ θὰ τοὺ πιˬάσ᾿ λαχτάρα Μακεδ. (Βογατσ.) Σίντας ἔρθ᾿ αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους, μὶ διμουνίζ᾿ αὐτόθ. Κάθι μέρα τοὺν διμουνίζ᾿ Μακεδ. (Σισάν.) Μὴ μὶ διμουνίῃς ἄλλου, σ᾿ λέου, ιˬούκ᾿ κὶ φέγα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἀντιφέρσου κ᾿ ἐσὺ νὰ τὸν δαιμονίσῃς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Μὴ δαιμονίγῃς με Πόντ. Μὴ δαιμονίζερε τὸ καμπζὶ ἐκιˬοὺ (μὴ πειράζῃς το παιδὶ ἐσὺ) Πραστ. Ἄι ᾿ς τὸ διˬάβολο, μὴ μὲ δαιμονίζῃς ᾿ς τὰ καλὰ καθούμενα Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ βάρεσε τὸ διˬάβολομούλαρο ᾿ς τὰ ρουθούνιˬα μουλαρόμυιγα τσαὶ τὸ δαιμόνισε Πελοπν. (Ξεχώρ.) Βγῆκε ᾿ς τὴν πόρτα ἐκεῖνος ὁ πειρασμὸς κι ἄρχισε πάλι μ᾿ ἕνα χαμόγελο, ποὺ δαιμόνιζε Γ. Βλαχογιάνν., Προπύλ. 1 (1900), 73. Εὕρισκε γιὰ νὰ τὴν κατηγορήσῃ κάτι λόγιˬα σουβλερά, ποὺ τὴ δαιμονίζανε Γ. Ψυχάρ., Στὸν ἴσκιο, 62. Αὐτὴ ἡ μεταλλαγὴ τῆς Κλαίλιˬας τὸν εἶχε δαιμονίσει Γ. Ξενοπ., Ἀναδυομέν., 86. || Παροιμ. Δὲ μ᾿ ἐλεημονᾷς, μὴ μὲ δαιμονᾷς Κρήτ. (Πεδιάδ.) || ᾌσμ. Ὁ ἔρωτας εἴν᾿ δαίμονας τσ᾿ ἀνθρώπους δαιμονίζει, τσὶ φρόνιμους κάνει λωλούς, τσὶ κουζουλοὺς φουρκίζει Κρητ. (Μόδ.) Ἀγάπη ᾿ναιδ δαιμόνιο τσ᾿ ἀνθρώπους δαιμονίζ-ζει, τοὺς φρένιμους κάν-νει τρελλοὺς τσαὶ τοὺς τρελ-λοὺς ζορίζ-ζει Τῆλ. Ἀάπη εἶνιν δίμονας κιˬ ἀθρώπους διμονίν-νει τοὺς φρόνιμους κάμνει λουλ-λοὺς κὶ τοὺς λουλ-λοὺς ᾿ξουρχίν-νει (ξουρχίν-νει = ἐξορίζει) Λυκ. (Λιβύσσ.) Θαρρεῖς κιˬ ἄνε μ᾿ ἀρνήθηκες, τάχα θὰ κιτρινίσω; καραφαλάκι θὰ γενῶ γιˬὰ νὰ σὲ δαιμονίσω (καραφαλάκι = γαριφαλάκι) Κύθηρ. Γριά, παμbόγριˬα μ᾿ ἔπαιρνε νὰ πά᾿ νὰ μὲ γκρεμ-μίσῃ, λόγια γλυκὰ μοῦ ἔλεγεγ - γιˬὰ νὰ μὲ δαιμονίσῃ Νίσυρ. Κόκκινη βιˬόλα θὰ γενῶ, γιˬὰ νὰ σὲ δαιμονίσω Πελοπν. (Γέρμ.) Γιˬά, μὴ μὲ διμονίζιτι καὶ μὲ βάλιτι ᾿ς τὴ μέσ᾿ καὶ φιλήσ᾿ ὅπο͜ια μ᾿ ἀρέσ᾿ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Νὰ εἰπῶ γιὰ τὰ χειλάκιˬα σου, ρόδα εἶναι κιˬ ἀνθίζουν, ὅπο͜ιοι τὰ ἰδοῦν, κοπέλα μου, ἀμέσως δαιμονίζουν Πελοπν. (Σκουτάρ.) || Ποίημ. Μέσα σὲ σαλόνι ὁλόφωτο τρελλὸς χορὸς ἀρχίζει μὲ μουσική, ὅπου κιˬ ἀφτιˬὰ καὶ πόδια δαιμονίζει Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ.2, 217. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. πβ. Ἐρωτοπαίγν. (ἔκδ. Hesseling - Pernot, 87): «Ἁγιὰ Τριάδα, κάμε την τὴν κόρην νὰ θελήση | νὰ μοῦ τὸ δώσῃ τὸ φιλί, νὰ μὴ μὲ δαιμονίσῃ». Συνών. ἀγκυλώνω (Ι) Β1 καὶ εἰς λ. ἀποδαιμονίζω. β) ᾿Επὶ σωματικῆς παθήσεως, βασανίζω, ταλαιπωρῶ Ἐρεικ. Κέρκ. (Σιναράδ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Ξεχώρ. κ.ἀ.) Μ᾿ ἐδαιμόνισε τὸ δόdι ὅλη νύχτα Κίτ. Μάν. Ἦτα στενὸ τὸ παπούτσι καὶ μ᾿ ἐδαιμόνισε αὐτόθ. Τὴν ἐδαιμόνισε τσὶ γροθιˬὲς Σιναράδ. Τὰ δαιμόνισε ᾿ς τὸ ξύλο τὰ παιδιˬά της Ἐρεικ. 2) Καθιστῶ τινα δαιμονόληπτον, δαιμονισμένον Κεφαλλ: Φρ. Νὰ μὲ δαιμονίσῃ ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος (ἀρά). Συνών. ἀγκυλώνω (Ι) Β5. Β) Μέσ. καὶ Παθ. 1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ πνεύματος πονηροῦ, γίνομαι ἔξαλλος, τρελλαίνομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Τρίπ. κ.ἀ.): Φωνάζει καὶ κάνει σὰ δαιμονισμένος πολλαχ. Ἠδαιμονίστηκες, τί ἔπαθες; Φοῦρν. Σίτα· στέκ᾿ δαιμονίκεται (ἐκεῖ ποὺ στέκεται καταλαμβάνεται ὑπὸ δαιμονίων) Σταυρ. Ἐφώναζε σὰν δαιμονισμένη κάθε βράδυ ᾿ς τὴν ταράτσα Ἀθῆν. Οἱ σειρῆνες σφυρίζουν σὰν δαιμονισμένες αὐτόθ. Μακριὰ ἀπ᾿ αὐτόνουν τοὺν ἄνθρουπου, εἶνι διμου᾿σμὲνους· θὰ σὶ κά᾿ κακὸ Μακεδ. (Ἀρν.) Μωρὴ δαιμονισμένη, σὰ g᾿ ἐσένα εἶμαι ᾿γώ; Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) «Ἦτον ἕνας νέος τρελλὸς ἢ δαιμονιζόμενος, ὡς τὸν ἔλεγον οἱ παππᾶδες» Ι. Κονδυλάκ., Πρώτη ἀγάπ., 49. || Φρ. Κάνει δαιμονισμένη ζέστη (ὑπερβολικὴ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Συνών. φρ. διˬαβολεμένη ζέστη. Κάνει δαιμονισμένο κρύο (δριμύτατον) Ἀθῆν. Συνών.φρ. διαβολεμένο κρύο, διαβολόκρυο. Φυσᾷ δαιμονισμένος ἀέρας (ἰσχυρότατος) Πελοπν. (Μάν.) Δαιμονισμένε! (ἀρὰ) Κύθηρ. Πελοπν. (Οἰν.) Διμουνισμένα παιχνίδια (πολυθόρυβα) Μακεδ. || Αἰνίγμ. Ἀποὺ πίσου ἀπ᾿ τοὺ μύλου μας αἶγα διμουνίζιτι τσὶ bουdαdανίζιτι (bουdαdανίζιτι = τεντώνεται· ἡ διάστρα) Λέσβ. Στραβοgούζελος πατέρας, ἔμορφος υἱγιˬός, δαιμονισμένος ἔγγονος (τὸ κλῆμα, τὸ σταφύλι καὶ τὸ κρασὶ) Πελοπν. (Καρδαμ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾌσμ. Γἢ μάννα του ἐπόθανε γἢ ὁ κύρης του ἐχάθη γἢ κιˬ ἀπὸ τ᾿ ἀερφάκιˬα του κανεὶς ἐδαιμονίστη Κάρπ. Κ᾿ ἐκεῖ πρὸς τὰ μεσάνυχτα ἡ κόρη ἐδαιμονίστη αὐτόθ. Ἄμε καὶ ρώτηξέ τζι ὀbρὸς εἶdα ᾿ναι ἡ ἀφορμή dως, κοdὸ δαιμονιστήκανε νὰ φά᾿ dὴ κεφαλή dως; (κοdὸ = ἆραγε) Κρήτ. (Ἀρχάν.) Κιˬ ὁ μαῦρος μ᾿ ἔτονε τρελλός τρελλὸς δαιμονισμένος, ἐκεῖ ποὺ ποδοκτύπεσεν, ἐνοῖγεν τὸ μνημόριν Κερασ. Μωρὲ σκύλλα, μωρ᾿ ἄνομη, μωρὲ δαιμονιγμένη, δὲν ηὖρες κρίσιν νὰ ἐμπῇς, κριτὴν νὰ τὸν παιδεύῃς, μὰ τόνε ρίχνῃς ᾿ς τὸν Θεόν, πού ᾿ναι δικαιοκρίτης; Τρίπ. Στὴν gάμαρήμ μου ἤμουν κι᾿ ἐφακιˬολ-λίζ-ζουμουν κι᾿ ἐκεῖνος ᾿πόξω πέρνα κι᾿ ἐδαιμονίζ-ζουμουν Ρόδ. Τὴν εἶδε ὁ διˬάκος κι᾿ ἔσκασε, παππᾶς καὶ δαιμονίστη Πελοπν. (Σκαμν.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Κάμνει τὰ πορτοκάλιˬα τσαὶ τὰ λιμπίζονται, κάμνει τὰ παλληκάριˬα τσαὶ δαιμονίζονται Εὔβ. (Κουρ.) Ἡ σημ. ἤδη Ἑλληνιστ. Πβ. Κ. Δ. (Ματθ. Εὐαγγ. 4, 24) «καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους». Συνών. βιστιρῶ Β2, τρελλαίνομαι. β) Σεληνιάζομαι, πάσχω ἐξ ἐπιληψίας Πόντ κ.ἀ.: Δαιμονίζεται δυˬὸ φορὲς τὸ μῆνα Λεξ. Δημητρ. 2) Συνεκδ., ἐξοργίζομαι, ταράσσομαι, ἐξάπτομαι, παραφέρομαι σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Κάτσε φρόνιμος, γιˬατὶ θὰ δαιμονιστοῦ καὶ θὰ ζὲ πχιˬάσου ᾿ς τὸ ματσούκι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σὰν ἄκουσε πὼς τὸ παιδί του ἐχτύπησε ἕν᾿ ἄλλο μὲ τὸ σουγιˬᾶ, ἐδαιμονίστηκε Πελοπν. (Αἴγ.) Διμουνίστ᾿κα ἀπ᾿ τὰ παράξινα π᾿ ἄκ᾿σα. Εὔβ. (Ἄκρ.) Μ᾿ εἶπι μερικὰ λόγιˬα, πειραχτ᾿κὰ λόγια, κὶ διμουνίσ᾿κα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἐκατεγόρεσά τον καὶ ἐδαιμονίστεν Τραπ. Δαιμονίζομαι μ᾿ αὐτηδὰ τὴ Χρουσαυγή, πού, ἅμα εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ τί δὲ λέει τὸ βρωμόστομό τζη! Μῆλ. Εὐτάε͜ι με καὶ δαιμονίουμαι (μὲ κάμνει καὶ παραφέρομαι) Χαλδ. Ξὰν τ᾿ ἀδέλφ ἅμον ντὸ εἶδαν τὸν Δεκατριὸν ᾿ντὸ ἔρθεν καὶ ᾿κ᾿ ἔπαθεν κακόν, ἐδαιμονίγαν κ᾿ ἐθέλεσαν ξὰν νὰ χάν᾿ν ἀτον (πάλιν τ᾿ ἀδέλφια, ὅταν εἶδαν τὸν Δεκατριὸν ὅτι ἦλθε καὶ δὲν ἔπαθε κακόν, ἐδαιμονίσθησαν καὶ ἠθέλησαν καὶ πάλιν νὰ τὸν καταστρέψουν) αὐτόθ. Ὅταν τὸν εἶδιˬα σὲ τούτη τὴν κατάσταση, δαιμονίστηκα Σινασσ. Ἐδαιμονίστε νὰ φύτσῃ, ὄ᾿ χωρεῖ νι ὁ τόπο (ἐδαιμονίστηκε νὰ φύγῃ, δὲν τὸν χωρεῖ ὁ τόπος) Τσακων. Ἅμα τ᾿ ἄκουσε ὁ Ὁβραῖος, δαιμονίστηκε Βιθυν. Δὲ bοροῦ νὰ dού λέπου νὰ κά᾿ τὸν ἅιο, διμουνίζουμι Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐδαιμονίστηκα bονόρα - bονόρα μὲ τὴν ἀγλυκοσάλα (= αὑτὴ ποὺ εἴθε νὰ μὴ γλυκάνῃ ποτὲ τὸ σάλιο της, νὰ εἶναι διαρκῶς λυπημένη) Πελοπν. (Γαργαλ.) Δαιμονίζοάαι τὰ μικρὰ μαζί μου (λόγῳ ὑπερβολικῆς ἀγάπης) Ἴος. Τὰ εἶχα γραμμένα πρῶτα γαλλικὰ καὶ δαιμονίστηκα νὰ τὰ μεταφράσω Γ. Ψυχάρ., Στὸν ἴσκιο, 6. Σὰ μᾶς εἶδε ὁ καπετάνιος νὰ τὸν ἀνεβάζουμε πάλε ᾿ς τὸ καΐκι, δαιμονίστηκε Κ. Παρορ., Στὸ ἄλμπουρ., 174. Ἡ νοτιˬὰ εἶχε δαιμονιστῆ, τὸ σπίτι κουνιˬότανε συθέμελο Π. Νιρβάν., Συναξάρ., 31. || Φρ. Δαιμονίζομαι ἀπὸ τὸ κακό μου (ἐξάπτομαι ἐξ ὀργῆς) πολλαχ. || Παροιμ. Ἀλέθει, δαιμονίζεται κιˬ ἀλεύρι δέν ᾿ποτάσσει (᾿ποτάσσει = ἀποκτᾷ· ἐπὶ τῶν μοχθούντων ἐπὶ ματαίῳ) Αἴγιν. Ἡ σημ. ἤδη Ἑληνιστ. πβ. Ἡσύχ. «παρεφέρετο· ἐδαιμονίζετο». 3) Σοφίζομαι, μηχανῶμαι Ζάκ. 4) Ὑποπτεύω Καππ. (Σινασσ.) 5) Ἐπιδιώκω μετὰ μανίας νὰ ἐπιτύχω τι Λεξ. Δημητρ.: Δαιμονίστηκε νὰ διοριστῇ. Γ) Μετοχ. 1) Ὁ πονηρός, ὁ ἀναίσχυντος καὶ ἑπίμονος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. 2) Οὐδ. οὐσ., τὸ δαιμόνιον Ν. Πολίτ., Παραδ. 2, 1220. 3) Μεταφ., ὁ λίαν εὐφυὴς καὶ ἱκανός, ὁ δαιμόνιος, σύνηθ. || Δαιμονισμένος ἄνθρωπος, δαιμονισμένο μυˬαλὸ σύνηθ. || ᾎσμ. Κανεὶς δὲν τὸν κατάλαβι ἀπὸ τὴ συντρουφιˬά τ᾿ς, κ᾿ ἕνα μ᾿κρὸ κλιφτόπ᾿λου, μ᾿κρὸ διμουνισμένου, ἐκεῖνου τοὺ κατάλαβι, ᾿ς τὴ συντρουφιˬά τ᾿ λέει Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. διˬαβολεμένος, τετραιπέρατος. 4) Μεταφ., ὁ ἀνήσυχος Κρήτ. (Μεραμβ.) κ.ἀ. Νὰ σὲ πιˬάσω θέλω γώ, δαιμονισμένο, καὶ δὰ σὲ σάσω (δὰ = θά). Μεραμβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/