ἀπεκεῖ-μέρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεκεῖ-μέρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπεκεῖ-μέρος ἐπίρρ. ἀπεκείμερος Πόντ. (Κερασ.) ἀπεκειμέριν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ταπεκειμέριν Πόντ. (Κερασ.) ἀπεκειμέρ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀπακείμερος Πόντ. (Χαλδ.) ἀπακειμέρ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀπατειμέρ’ Πόντ. (Ὄφ.) ἐπεκειμέρι Πόντ. ἐπεκειμέριν Πόντ. (Τραπ.) ἐπεκαιμέρ’ Πόντ. (Κρώμν.) ἐπετειμέρ’ Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπεκεῖ καὶ τοῦ οὐσ. μέρος.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους, ἐκεῖθεν (οἱ μετὰ τοῦ ἀπα- τύπ. δεικτικῶς) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπεκείμερος ἐδῆβεν Κερασ. Ἀπεκειμέρ᾿ ἔρται αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἀκεῖ ᾿ς τὸ πέραν τὸ ραίν, ’ς τ’ ἄλλο τ᾿ ἐπεκειμέριν Τραπ. 2) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, παραπέρα, παρέκει Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.): Ἀπεκείμερος κάθε (κάθισε) Κερασ. Ἀπεκείμερος ἐστὰ (στάσου) αὐτόθ. 3) Ἐπὶ κινήσεως εἰς τόπον, εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, παρέκει Πόντ. (Ὄφ.): ᾽Επετειμέρ’ δέβα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/