γυˬαλιˬᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιˬᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γυˬαλιˬᾶς ὁ, Στερελλ. (Ναύπακτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οῦσ. γυˬαλί.

Σημασιολογία

Τὸ ἔντομον Μῆλολόνθὴ ἡ κοινὴ (Melolonthia vulgaris) τῆς οἰκογ. τῶν Κολεοπτέρων (Coleopterae)• Συνών. βαβίλα, βάβουλας 1, βασιλιˬὰς 5, βίζβιζας, βοιˬδάκι 4, γυˬαλίστρα (βλ.γυˬαλιστὴς 3β), γυˬαλομαμμούνα, ζίνα, ζουζούνα, κατσιβροῦλος, σβίγκος, χρυσομαμμούνα, χρυσομπάμπουρας, χρυσόμυιγα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/