γλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλίτσα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.) γίτσα Σάμ. ἀγλίτσιˬα Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.) γλίτζα Ἀδραμ. ’Αμοργ. Βιθυν. (Κίος) Δαρδαν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Τσακίλ.) Ἴμβρ. Κέρκ. Λέσβ. (Πολυχνῖτ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Βαλτεσιν.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) Σαμοθρ. Χίος (Πισπιλ.) -Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 850 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλίσ-σα Κάσ. γλίσα Σῦρ. Την γλίντσα ᾽Αμοργ. ᾿Αστυπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) Κάρπ. Κάσ. Πελοπν. (Καλάμ.) Σκόπ. Τσακων. (Χαβουτσ.) - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Βλαστ. 401. 455 Πρω. Δημητρ. gλίτζα Μακεδ. (Καστορ.) σγλίντζα Ζάκ. γλίζ-ζα Χίος γρίντσα Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.) γρίντζα Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Χαλδ.) ὀγλίσα Κάρπ. γλίσπρα Θρᾴκ. (Μυριόφ.) γλότσα Κάρπ. gλιˬάτσα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐξ ἀμαρτ. ἀρχ. ἢ Ἑλληνιστ. γλίσσα, διὰ τὸ ὁπ. πβ. Ἡσύχ. «γλία· κόλλα», «γλιττόν· γλοιόν». Εὐσταθ. 1560, 36 «λουτρὸν μέντοι μοναχῶς, τὸ ἀπόλουμα βαρυτόνως· ὃ γλίττον ἄλλοι φασὶν» καὶ Μ. ’Ετυμ. εἰς λ. γλισᾶς.
Σημασιολογία
1) Τὸ διὰ βρασμοῦ ζωϊκοῦ λίπους λαμβανόμενον εἰς ὑγρὰν ἢ στερεὰν κατάστασιν λίπος Λεξ. Δημητρ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλίνα 4. 2) Βλέννα, οὐσία κολλώδης, γλοιώδης πολλαχ.: Ἡ γλίτσα τῆς θάλασσας (ὁ ἐπὶ τοῦ πυθμένος τῆς θαλάσσης γλοιώδης πηλὸς) Πάτμ. Ἡ γούρνα τ᾿ς εἶνι γούλο γλίτζα καὶ βρῶμα Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Οὕλο γλίτζα ἔναι οἱ πέτρες ’ς τὸ περίαλο Βιθυν. (Κίος). Τὸ μυξινάρι εἶναι γλιτσερό, ἔχει πολλὴ γλίτσα ἀπάνω του (μυξινάρι = ὁ ἰχθύς μυξῖνος) ᾿Αντίπαξ. Παξ. Τί γλίτσα ποὺ ἔχει αὐτὸ τὸ χελίτσι τσῆ θάλασσας! ᾽Ερεικ. Τὸ στόμα του ἔχει πουλλὲς γλίτσις Λέσβ. Ἢ θὰ τὸ βγάλῃ ὁλόκληρο τὸ κριθάρι ἢ γλίτσα Σίφν. β) Μετων., ἄνθρωπος ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς Σκῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Πρω.: Ἡ γλίτσα, πού ’θελε νὰ μὲ σ’χαθῇ μένα! Σκῦρ. || ᾎσμ. Οἱ-γιˬ-ἄντρες μας δὲν εἶν’ καλοί, μά ᾿ντα μποροῦμ’ νὰ ποῦμε; μᾶς λένε πού ’μαστ’ ἄσωστες, ὁπού ’μαστε τσαὶ γλιτσες· ἀμ’ γλιτσαστήκαμε δαρθὰ ἀπ᾿ τὰ φαγιˬὰ καὶ τ᾿ς πίττες Σκῦρ. 3) Ρύπος, ἀκαθαρσία γλοιώδης τὴν ἀφήν, κηλὶς ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἐπὶ ἀντικειμένων ἢ τῆς ἐπιφανείας ἢ τοῦ πυθμένος ὑγρῶν ἀκινητούντων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.): Ἕνα δάχτυλο γλίτσα ἔχει ὁ γιˬακᾶς του - ὁ σβέρκος του - τὰ πόδιˬα του σύνηθ.: Τὰ ροῦχα σ’ ἠπιˬάσαν γλίσα, γιˬατὶ τὰ φουρεῑς πουλὺ κιρὸ Τῆν. Γιμᾶτους γλίτζα εἶσι Λέσβ. (Πολυχνῖτ.) Εἶν’ ἕνα δαχτύλι γλίτσα ἀπάνω ’ς τὰ ᾽ενομούστακά dου Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Γιˬόμ’σαν γλίτσις τὰ ροῦχα σ᾿ Στερελλ. (Γραν.) Νιˬὰ γλίτσα ᾽ς τοὺ γιˬακᾶ σ᾽ αὐτόθ. Ἕνα δαχτύλι γλίτσα ἔχει πιˬάσει τὸ πιθάρι Κρήτ. (Νεάπ.) Γλίτσα ἔχει ’ς τὸ bάτο ἡ στέρνα Κρήτ. (Ραμν.) ’Ασ’ σὸ φίλα φίλα τὰ πράδα τοῦ παιδίου, γλείψανε καὶ τὰ γρίντσες τοῦ πραδίου του (ἐκ παραμυθ.) ’Αμισ. || Φρ. Παιδίου γρίντζα (κατακάθι παιδιῶν, παλιόπαιδο) Οἰν. Κορασίου γρίντζα (παλιοκόριτσο) αὐτόθ. 4) Μετων., ὁ φλύαρος, μικρολόγος Σάμ.: Ἄι, βρέ, τσακίσ’ ἀποὺ bρουστά μ᾿, παραγί’κις γλίτσα. β) Ὁ κακοήθης Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Ρόδ. γ) Ὁ κόλαξ Ρόδ. δ) Ὁ ἀηδὴς λόγος Σάμ.: Ἔλα, μίλα καλὰ κιˬ ἄσ’ τσὶ γλίτσες. 5) Γῆ γλοιώδης λόγῳ συστάσεως τοῦ ἐδάφους ἢ ἐμποτίσεώς της δι’ ὕδατος Θεσσ. (Πήλ. Σκήτ.) Καππ. (Σινασσ.) Κάσ. Μακεδ. (Παρθεν.) Σαμ Στερελλ. (Ναύπακτ. Σπάρτ.): Ἔχει δίπλα ζd’ ἕνα γλαστρὶ γιμάτου γλίτσα Σάμ. Εἶι μιˬὰ γλίτσα κὶ δὲν ἔχου ποῦ νὰ πατήσου Σπάρτ. Μπατάκουσα μέσα ’ς τὶς gλιˬάτσις (μπατάκουσα = ἐβυθίσθην) Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. λάσπη, λίγδα. 6) Διάφορα φύλλα ἢ στελέχη φυτῶν χερσαίων ἢ θαλασσίων, ὡς φυκῶν κ.ἀ. Κάρπ. Κάσ. Κέρκ. 7) Ἄρτος κακῶς ἑψηθεὶς Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) 8) Ὕδωρ ὑφάλμυρον Τσακων. (Χαβουτσ.) 9) ’Ασθένεια τῶν προβάτων, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ σαπισθὲν εἰς τὴν μήτραν ἔμβρυον ἀπορρίπτεται ὡς εἶδος βλεννῶν ἢ στερεοποιεῑται ἐντὸς τῆς μήτρας Κρήτ. 10) Πυορροοῦσα πληγὴ Βιθυν. 11) Κατὰ πληθ., τὰ ἐντόσθια Κάρπ. Κάσ. Συνών. κοιλιˬοβέδουρα. 12) Ὁ ἰχθὺς Βλέννιος ἡ φολὶς (Blenius pholis) τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blenniidae), ὁ βλέννος τῶν ἀρχαίων Δονοῦσ. Κουφονήσ. Πάρ. Συνών. ἀγλενοῦσα, γαιˬδουρέλα, γλάνος 3, γλίνος 12, γλινοῦ, γλινούδα, γλιστρῖνος, γλίτσαρος, γλίτσης 4, γλιτσοκωβιˬός, λαβέρα, μελιχάννα, μυξοῦ, σαλιˬακούδα, σαλιˬάρα. 13) Ὁ ἰχθύς Βλέννιος ἡ σφὶγξ (Blennius sphynx) τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blenniidae) Κάσ.: Ἔπιˬασε μὲ τ᾿ ἀgίστρι δυˬὸ γλιτσοκωβιˬοὺς καὶ μιˬὰ γ-γλίσ-σα 14) Ὁ γήινος σκώληξ (Lumbricus terrestis) ᾿Ερεικ. Κέρκ. (Σιν.) Μαθράκ. Μακεδ. (Μεσορ.) ’Οθων.: Οἱ γλίτσες ὅτα πρατοῦν ὄξω ’ς τὴ γῆς, θὰ κάνῃ κακοκαιρία (πρατοῦν = περιπατοῦν, σύρονται) Σιν. Ὅdας πιˬάκῃ καὶ βρέχῃ πολλὲς μέρες, γιˬομώζουνε οἱ στράτες ’πὸ γλίτσες ᾽Οθων. Εἶναι σὰ γλίτσα μιγαλύτιρου κιˬ ἄσπρου τοὺ νιρ’λιˬακούδ’ (= εἶδος μικροῦ ὄφεως) Μεσορ. Συνών. εἰς λ. γλιστριˬὰ 3. 15) Εἶδος σκώληκος, ὁ ὁποῖος ζῇ ἐντὸς τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς δόλωμα πρὸς ἁλίευσιν ἰχθύων ᾽Αντίπαξ. ’Ερεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Κέρκ. (Σιν. κ.ἀ.) -Λεξ. Βλαστ 436: Μὲ τσὶ γλίτσες δολώνουμε τ’ ἀgίστριˬα Πάργ. Ὁ Λούκουμος ἐδόλωσε τὴ gαθετή του μὲ γλίτσα ᾽Ερεικ. 16) Ὁ χερσαῖος λεῖμαξ, ὁ γυμνοσαλίγκαρος Πὰρ. 17) Ὑπὸ τὸ ὄν. γλίτζα τῆς πέτρας τὰ ἑξῆς εἴδη λειχήνων ἀναπτυσσομένων ἐπὶ λίθων: α) Ροκέλλη ἡ βαφική (Roccella tinctoria) τῆς οἰκογ. τῶν Ροκκελλιδῶν (Roccellidae) ’Αμοργ. καὶ β) Ροκέλλη ἡ φύκοψις (Roccella phycopsis) τῆς οἰκογ. τῶν Ροκκελλιδῶν (Roccelidae) ’Αμοργ. Κρήτ. Ρόδ. - Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 796 18) Ἐπιρρηματ.: α) πλήρως, μέχρι τῶν χειλέων (ἐπὶ δοχείου περιέχοντος ὑγρὸν) Πόντ. (’Αμισ. Οἰν.): Γρίντσα ’ποῖκε τὸ καυκὶν ᾽Αμισ. Συνών. ξέχειλα, τίγκα, χεῖλα-χεῖλα. β) ἐν χρῷ, ἐπιπολῆς Ζάκ.: Τὸν ἐπῆρε σγλίντζα. Συνών. φρ. τὸν ἐπῆρε ξέγλιντζα- ξέχειλα-ξυστὰ -ξώδερμα-ξώπετσα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλίτσα Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA