δαιμονόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονόχορτο τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Ἀγριόχορτον, διὰ τὸ ὁποῖον πιστεύεται ὅτι, ὅταν τὸ δοκιμάσῃ τις, καταλαμβάνεται ὑπὸ μανίας καὶ τρέλλας ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔφαες δαιμονόχορτο ποὺ κάμνεις ἔτσα; || ᾎσμ. Ὠϊμέ, ἐδαιμονίστηκα κ᾿ ἔφα τὸ δαιμονόχορτο! (ἐκ μοιρολ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/