ἀπεκεῖ-πέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεκεῖ-πέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπεκεῖ-πέρα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀπεκειπέραν Πόντ. (Χαλδ.) ἀπακειπέραν Πόντ. (Χαλδ.) ἀποκειπέρα πολλαχ. ’ποκειδεˬαπέρα Κύθηρ. ᾽ποκειδεˬαbέρα Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀπεκεῖ, παρ’ ὃ καὶ ἀποκειδέ, καὶ πέρα, παρ’ ὃ καὶ πέραν.

Σημασιολογία

Ἐξ ἐκείνου ἀπέναντι τοῦ μέρους, ἀπεκεῖ ἀντικρὺ (ὁ ἀπὸ ἀπα- τύπ. δεικτικῶς) ἔνθ’ ἀν.: Ἔρχεται ἀποκειπέρα. Τὸν εἶδε ἀποκειπέρα σύνηθ. Τὸν ἀνάδιˬασα ᾿ποκειδεˬαbέρα ποῦ ἐρχότανε Κύθηρ. Ἀπεκειπέραν ἀσ’ σὸ ραὶν ἐδέβαν πλάν τὴ νύχταν (ἀπεκεῖ ἀντικρὺ ἀπὸ τὸ βουνὸ ἀνεχώρησαν τὴν νύκτα) Χαλδ. Ἀπακειπέραν ἀσ’ σὴ στράταν κἄτ’ς ἔρται (κἄποιος ἔρχεται) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/