γυˬαλικουδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλικουδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλικουδάκι τό, ἐνιαχ. ᾽υˬαλικουδάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽υˬαλικουάκι Κάσ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γυˬαλικούδι.

Σημασιολογία

Μικρὸν ὑάλινον σκεῦος, ὡς ποτήριον, φιαλίδιον κ.τ.τ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅ,τι ᾽υˬαλικουάκιˬα κιˬ ἂν εἴχαμε, dά ᾽χομε σπασμένα Κάσ. Θὰ πάω ᾽ς τὴν Τραγέα νὰ πάρω δυˬὸ-τρία ὐˬαλικουδάκιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕνα ᾽υˬαλικουδάκι καὸ μοῦ ᾽δωκε g᾽ ἐμένα, ὅdεν ἦρθεν ἀ᾽ τὴν Ἀθήνα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/