δακριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δακριˬὰ ἡ, δακρέα Εὔβ. (Κουρ.) δακριˬὰ Εὔβ. (Βρύσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ σταγών, ἡ ποσότης ὑγροῦ ἡ ἰσοδυναμοῦσα οἱονεὶ πρὸς ἓν δάκρυ ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Εθ θέλω οὔτε μιὰδ δακρέαν νερὸ ᾿πὸ τὰ χέριˬα σου Εὔβ. (Κουρ.) Ὄμ μου μιˬάδ δακρέα λάδι αὐτόθ. Ἡ γίδα μου δέβ βγάζ-ζει οὔτε μιˬὰδ δακρέα γάλα αὐτόθ. Τὸρ ᾿ρούγκληξε οὕλ-λο τὸν νερὸ ὁ ἀνεγνώριστος, ὲν ᾿ἄφητσε δακρέα ᾿ς τὸ κανάτι (ρούγκληξε = ρούφηξε) αὐτόθ. Βάλε μου τσαὶ μένανε μιˬὰ δακριˬὰ κρασὶ Εὔβ. (Βρύσ.) Τὸ πηγάδι ᾿πόμεινε ντίπ, δακριˬὰ νερὸ δὲν ἔχει αὐτόθ. Συνών. γουλιˬά, στάλα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δακριˬὲς Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿Ακριὲς Κάρπ. Δακρὲς Θεσ. (Πήλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/