δάκρυ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάκρυ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάκρυ τό, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Τσακων. (Χαβουτσ.) δάκρυν Χίος δάκρ᾿ Ἤπ. κ.ἀ. βορ. ἰδιωμ. Πόντ. (Κοτύωρ.) δάκιρ Θρᾴκ. (Σουφλ.) dάκρυ Καππ. (Ἀραβάν.) δάκλυ Καλαβρ. (Βουν. Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) δάκυ Τσακων. δκρυ Πόντ. (Οἶν.) δάκρυον Χίος δάκρυο Ἄνδρ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ζάκ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Καρ. (Ἀλικοιρνασσ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κέρκ. Κίμωλ. Κρήτ. Κῶς Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ. Φιλότ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γορτυν. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) Σῦρ. Χίος - Λεξ. Βλαστ., 389 Πρω. Δημητρ. δάκρυου βόρ. ἰδιώμ. δάκρου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. Μακεδ. (Δρυμ.) δάκρυγιˬο Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Μαθράκ. Πελοπν. (Γορτυν.) δάκρυγιˬου Λῆμν. δάκιριο Θρᾴκ. δάκιριˬου Σαμοθρ. δάκϊυˬου Σαμοθρ δάγκρυο Σύμ. δάκρον Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) δκρον Πόντ. (Τραπ. Τρίπ.) δκρον Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) δάρκον Κύπρ. βάκρυο Κάρπ. (Ἔλυμπ.) κ.ἀ. Τῆλ. ᾿άκρυο Κάρπ. dάμ-μυο Ἀπουλ. (Κοριλ. κ.ἀ.) dάμ-μυ Ἀπουλ. (Καλημ.) δάρκος, τὸ Κύπρ. δάκρος, ὀ Πόντ. (Ἰνέπ.) δάκρα ἡ, Καππ. (Φάρασ.) Πληθ. δάκρεα Βιθυν. (Πιστικοχ.) δάκρεα Μακεδ. (Κεφαλοχ. κ.ἀ.) δάκρυγιˬα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Θήρ. (Οἴα) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Κρήτ. Μέγαρ. κ.ἀ. δάκρ᾿γιˬα Νίσυρ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) δάκιργιˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) Λῆμν. δάκρα Κάλυμν. dάκλυα Καλαβρ. (Μποβ. Χωρίο Ροχούδ.) δάκρα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Δεσπότ. Ἐράτυρ. Καστορ. Πάγγ. Σέρρ.) δάκρ Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἴμερ Κερασ. Κρωμν. Τραπ.) δκρα Πόντ. (Κοτύωρ Τραπ. Χαλδ.) δάρκα Κύπρ. dάμνιˬα Ἀπουλ. (Μαρτ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάκρυον, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τὸ ποιητ. δάκρυ. Διὰ τὸν τύπ. δάκιρ βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Γραμμ. βορ. ἰδιωμ., 22 Ὁ τύπ. δάγκρυο δι᾿ ἀνάπτυξιν ἐνρίνου. Ὁ τύπ. δκρον ἐκ τοῦ διˬάκρον παρετυμολογηθεὶς πρὸς τὴν πρόθεσιν διά. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24 (1912), 27. Ὁ τύπ. δάρκος ἐκ συγχύσεως πρὸς τὰ εἰς -ος οὐδέτερα. Βλ. Σ. Μενάρδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1913), 144. Ὁ τύπ. δάρκα προῆλθεν ἐκ τοῦ δάκρυα > δάκρα > δάκρκα > δάρκα δι᾿ ἐκκρούσεως τοῦ κ. Βλ. Σ. Μενάρδ. εἰς Ἀθηνᾶ 6 (1894), 164 καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 336. Οἱ τύπ. dάμ-μυο, καὶ dάμ-μυ ἀμφιβόλου ἐτύμου. Κατὰ G. Rohlfs ἐκ συμφυρμοῦ τῶν ἀρχ. οὐσ. δάκρυμα καὶ δάκρυον. Βλ. G. Rohlfs, N. Beitr. z. Kenntnis d. unterital. Grazitat., 145.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπὸ τῶν δακρυϊκῶν ἀδένων ἐκκρινόμενον, ἕνεκα ἰσχυρᾶς συγκινήσεως ἢ πόνου, διαυγὲς ὑγρὸν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ κ.ἀ.) Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον Δίλ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἴμερ Ἰνέπ. Κερασ. (Κοτύωρ. Κρωμν Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Χύνω δάκρυα, Σκουπίζω τὰ δάκρυά μου. Στάζουν δάκρυα τὰ μάτιˬα του. Ἔκλαιγε κ᾿ ἔτρεχαν βρύση τὰ δάκρυά του. Τὸν δέχτηκε μὲ δάκρυα ᾿ς τὰ μάτια. Δάκρυα χαρᾶς – λύπης - χωρισμοῦ κοιν. Ἔκλαιε καὶ δὲν ἔβγαλε ἕνα δάκρυ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τρέχα dὰ δάγκρυά της Σύμ. Ὤ τὸν ἄκαρδον, νὰ μὴ σταλάξῃ δάκρυο! Κάρπ. Ἐμάλ-λωσέν dον ταὶ νὰ τὸ δάκρυο! Κῶς Οὔτι δάκρυου νὰ μὴ βγά᾿, τί καρδιὰ εἶν᾿ αὐτεί᾿, Παναΐα μ᾿! Εὔβ. (Ἄκρ.) Εἶπιν ἐκεῖνους μὲ τὰ δάκρυγιˬα ᾿ς τὰ μάτιˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἀπ᾿ τοὺ πουλὺ τοὺ σκούξ᾿μου, πὄκαμι γιˬόμισι νιˬὰ κούπα δάκρυου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ κοπέλα, ποὺ εἶδε τ᾿ ἀδρέφιˬα τση, ἀρχίνησε τσὶ κλάψες καὶ ὅπως ἔκλαιε, ἔπεσ᾿ ἕνα δάκρυ ἀπάνω ᾿ς τὸ κεφαλι τοῦ δράκοdα (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ἂν ἔστασ-σεγ καμμιὰ στάξιδ δάρκος, ἔπιν-νέν dην dὸ πιθάριν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Πάψε τὰ δάρκα σου πκιˬόν, ᾿κανεῖ σε (= σοῦ ἀρκοῦν) αὐτόθ. Κλαίει καὶ τὰ δάκρ τ᾿ τρέχουνε Ὄφ. Τὰ δάκρ τ᾿ ἅμον χαλάζ ἔτρεξαν (τὰ δάκρυά του ἔτρεξαν ὡσὰν χαλάζια) Τραπ. Τὰ δάκρ τ᾿ ἁμὸν ποτάμ᾿ ἔτρεχαν αὐτόθ. Ἕνα δκρο ᾿κ᾿ ἔκ᾿ σε (ἕνα δάκρυ δὲν ἔχυσε) Κοτύωρ. Ὅρα βάματα, ὅρα δάκα (ἰδὲ κλάματα, ἰδὲ δάκρυα) Τσακων. Ἰγὼ νὰ χύνου δάκρυα κὶ σὺ αἷμα ἀπ᾿ τοὺ π᾿δί ᾿! (ἀρὰ) Μακεδ. (Ρητίν.) Ἔκαμα τὸ μερδικό μου τά δάκρυα (ἔκλαψα καὶ ἐγὼ τόσον ὅσον ἐπέτρεπεν ὁ σύνδεσμός μου πρὸς τὸν νεκρόν) Κορσ. Ἐτυλοῦσαν τὰ δάκρα του ταὶ ἐπηαίνναν τῶν ποθκιˬόῶν του Κύπρ. (Πεδουλ.) Λέει εἶdα τὰ θέλω ᾿ὼ τὰ ποὰ χρόνιˬόα, νὰ πεινῶ; Νὰ θωρῶ τὸ φαῒ νὰ μὲ παίρνῃ τὸ δάκρυο; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔχου ἕνα πιδί, δὲ μπουρεῖς νὰ τοὺ μαλώῃς, ἀγλήγουρα βρουχώ᾿ τά δάκρα (βρουχώ᾿= μαζεύει) Μακεδ. (Δαμασκ.) Κραταίν-νοντα ᾿ὰ dάμ-μυˬα, ποὺ ᾿ῆς γομών-να τ᾿ αμ-μάι (κρατοῦσα τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα τῆς ἐγέμιζαν τὸ μάτι) Καλημ. Φοβόμουν μὲ τὸν πρῶτο λόγο, μὴ μὲ πάρουν τὰ δάκρυα, ποὺ ἔνοιωθα σωριασμένα ᾿ς τῶν ματιῶν μου τὶς ἄκρες Γ. Δροσίν., Ἀγροτ. ἐπιστ., 117. Τὰ μαργαριταρένιˬα δάκρυα τῆς Κίτσας Γ. Ἐπαχτ. εἰς Προπύλ. 1 (1900), 234 || Φρ. Χύνω μαῦρα δάκρυα (θρηνῶ, μεταμελοῦμαι πικρῶς). Μὲ παίρνουν τὰ δάκρυα (συγκινοῦμαι). Μοῦ ᾿ρχονται δάκρυα. Χύνω δάκρυα ποτάμι. Ἔχει τὰ δάκρυα ἀπάν᾿ ἀπάνου (εἶναι ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ δακρύειν). Ἔχει τὰ δάκρυα ᾿ς τὴ τσέπη (ἐπὶ τῶν εὐκόλως συγκινουμένων). Ἔχει εὔκολα τὰ δάκρυα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Τὰ δάκρυα τόνε τρέφουνε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰόνιοι νῆσ. Χύνω πύρινα δάκρυα (θρηνῶ πικρῶς). Κροκοδείλεια δάκρυα (ὑποκριτικὰ δάκρυα) λόγ. κοιν. Τῆς φώκιας τὰ δάκρυα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Βιθυν. (Κατιρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Τοῦ Πέτρου τὰ δάκρυα (ἐνν. χύνω· ἐπὶ εἰλικρινοῦς μεταμελείας καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς γοεροῦ θρήνου) Ἀμοργ. Τρέχουν τὰ δάκρυα πουτάμ᾿ Εὔβ. (Βρύσ.) Δάκιργιˬα βρουχὴ (πολλά δάκρυα) Λῆμν. Κλαῖνε μὲ ποτάμι τὰ δάκρυα Σαλαμ. Τὸ δάκρυ του πῆε κορόbηλο (ἔκλαυσε πικρῶς) Πελοπν. (Γορτυν.) Πάινι τοὺ δάκρυου βρύ᾿ (ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα) Εὔβ. (Στρόπον). Ἦρθι πνιγμένους ᾿ς τὰ δάκρυα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σὰ δάκρυ ἀμπλύζει (ἀναβλύζει ὡς τὸ δάκρυ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ψουμὶ ζυμουμένου μὶ δάκρ᾿ (ἐξοικονομηθὲν διά μόχθων καὶ πικριῶν) Μακεδ. Πβ. Π.Δ. (Ψαλμ. 41 (42), 4) «ἐγεννήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς». Ἐλούστεν ᾿ς σὰ δκρ (ἐλούσθη εἰς τὰ δάκρυα) Ἴμερ. Ἐγομώθεν ἡ γούλα ἀτ᾿ δκρ (ὁ λαιμός του ἐπληρώθη δακρύων, δὲν ἠδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ) Χαλδ. Τὰ δάκρ ἔξου - ἕξου ἔει (ἔχει πρόχειρα τὰ δάκρυα) Πόντ. || Παροιμ. φρ. Κλαίει κὶ τὰ δάκρυα πά᾿ πίσου τοὺν ἀνήφουρου (ἐπὶ προσποιητῆς θλίψεως) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τ᾿ς π᾿τάνας τὰ δάκρυα κὶ τ᾿ Μαγιˬοῦ οἱ δρουσιˬὲς (ἐπὶ ἀπατηλῆς καὶ ἀναξιοπίστου θλίψεως) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Νὰ μὴ σοῦ λείψῃ τὸ δάκρυ! (ἀρά) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κοκκιν.) || Παροιμ. Πεθερὰ κρεμμύδι σάπιˬο, | κάθε bουκουνιˬὰ καὶ δάκρυο (ἐπὶ τῶν κακῶν αἰσθημάτων καὶ διαθέσεων τῆς πεθερᾶς ἀπέναντι τῆς νύμφης) Μύκ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Εἶdα νὰ σοῦ ζηλέψω κρομμυδάκι μου; bουκουνιˬὰ καὶ δάκρυο (ἐπὶ ἐκλιπόντων, οἱ ὁποῖοι ζῶντες ἐλύπησαν ἡμᾶς πολλάκις) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Θέλει μάτιˬα γιˬὰ νὰ χύσουν δάκρυˬα (χρειάζονται προῦποθέσεις διὰ τὴν ἐπίτευξιν ἑνὸς σκοποῦ) Πελοπν. (Σκορτσιν.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Λύκου δάκρυα μὴν πιστεύῃς (ἐπὶ ἀναξιοπίστων) Ἰόνιοι Νῆσ. Ὁ κύλλον κλαίει καὶ δάκρυα ᾿κ᾿ ἔχει. (ἐπὶ τῶν ὑποκριτικῶς κλαιόντων παιδίων) Οἰν. || Γνωμ. Δάκρυα τοῦ φτωχοῦ, χαρὰ τοῦ πλούσιου (ὁ μόχθος τῶν πτωχῶν, ὠφέλεια τῶν πλουσίων) Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Θέ᾿ πόνου γιˬὰ νὰ βγοῦν τὰ δάκρυˬα Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ξένους πόνους ξώδιρμα, ξένα δάκρυˬα βούρβαλα (= οἱ καρποὶ τῆς ἀβραμυλιᾶς) αὐτόθ. Τὰ δάκρυα μαλακώνουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου Ἰόνιοι Νῆσ. Γάμους δίχους δάκρα κὶ θάνατους δίχους γέλιˬα δὲ γένιτι Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Τ᾿ ἐεινοῦ τὸν τόπο π᾿ ἐμίσεσεν, τῆ χώρας δάκρ ἐγόμωσεν (τὸν ἰδικόν του τόπον ὅποιος ἐμίσησεν, τὸν ξένον ἐγέμισεν μὲ δάκρυα) Πόντ. Κάλλιˬα ἅλας κὶ ψουμὶ μὶ γέλιˬα, παρὰ ζάχαρ᾿ κὶ ψουμὶ μὶ δάκρα Μακεδ. (Σέρρ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Αἴνιγμ. Πράσινα ᾿ν᾿ τὰ νιˬᾶτα μου, μαῦρα τὰ γέρατά μου, χαροποιὰ ἡ θλίψη μου, τροφὴ τὰ δάκρυά μου (ἡ ἐλαία) Πελοπν. (Βούρβουρ.) || ᾌσμ. Κλαίω κιˬ ἀποὺ τὰ δάκρυγιˬα ᾿ς τὴ γῆς, ποὺ στέκω, βρέχει, εὐχαριστῶ τὴ dύχη μου, ἀποὺ μὲ κατατρέχει Κρήτ. Ἀκούbησα ᾿ς ἕνα δεdρὸ νὰ πῶ τὰ βάσανά μου, καὶ τὸ δεdρὸ μαράθηκεν ἀποὺ τὰ δάκρυά μου αὐτόθ. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Πωρνό, πωρνό, σὰ σηκωθῶ, ᾿ς τὶς σκάλες μου καθίζω, τὸ μαdηλάτσι, ποὺ βαστῶ, δάκρυγιˬα τὸ γεμίζω Θηρ. (Οἴα). Διˬαβῆτε ἀπὸ τὴ Λειβαδιˬὰ καὶ σύρτε ᾿ς τὴ Βελέσα, ἐκεῖ ν᾿ ἀκοῦστε κλάηματα, δάκρ᾿γιˬα καὶ μοιρολόγιˬα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Κάλλιˬο εἶχα χτένι νὰ διˬαστῶ, τσατσάρα νὰ γιˬαgλίζω. παρὰ μαdήλι νὰ βαστῶ τὰ δάκρυα νὰ σκουπίζω (μοιρολ.) Πελοπν. (Κονάκ.) Θάλασσα π᾿ ὅλα τὰ νερὰ καὶ τὰ ποτάμιˬα πίνεις, πᾶρε καὶ μὲ τὰ δάκρυα μου πλατύτερη νὰ γίνῃς (μοιρολ.) Πελοπν. (Σκουτάρ.) Ἀπὸ τὴν πόρτα σου περνῶ τ᾿ ἀχνάριˬα σου γνωρίζω σκύβω καὶ τὰ γλυκοφιλῶ καὶ δάκρυα τὰ γεμίζω αὐτόθ. Τά δάκρυα ποὺ χύνουdαι ᾿λαφρώνουνε τὸ bόνο, μὰ νὰ τὰ χύσῃς μιˬὰ φορά, δυˬὸ τὸ πολύ, τὸ χρόνο Κρήτ. (Μόδ.) Μὶ παίρ᾿ τοὺ παράπουνου, τοὺ παραθύρ᾿ ἀφίνου κὶ μπαίνου μέσα, κάθουμι κὶ μαῦρα δάκρα χύνου Μακεδ. (Δαμασκ.) Γιˬώργη μου, ᾿ς τὸ καμάρι σου χρυσὸ καdήλι καίει, ὅσοι διˬαβάτες κι ἂν περνοῦν λαδάκι θὰ τοῦ ρίξουν, διˬαβάτης πέρασα κ᾿ ἐγώ, δάκρυα θὰ τὸ γεμίσω (καμάρι = μνῆμα· μοιρολ.) Πελοπν. (Καρυόπ.) Κιˬ ὅσοι μοῦ καλοθέλετε, χύσετε μαῦρα βάκρυα, καὶ τὰ παιά μου τ᾿ἀρφανὰ ᾿άλετε μέσ᾿ ᾿ς τὴ βάρκα. Κάρπ. Ἂν ἀποθάνω, θάψτε με ᾿ς ἕναν ψηλὸν ραόπον κιˬ ἂν ἀμπερνᾷ ὁ κύρης μου, ἂς βάλῃ τὸ καντήλιν κιˬ ἂν ἀμπερνᾷ ἡ κάλη μου, ἂς τὸ γεμίζῃ δάκρ Πόντ. Μιὰ μαύρη μάννα ζύμωνε τοῦ γιˬοῦ τζη παξιμάδιˬα καὶ μὲ τὰ δάκρυˬα ἐζύμωνε καὶ μὲ τὰ μοιρολόγιˬα (μοιρολ.) Δ. Κρητ. Παίρνω τὰ δάκρυˬα δανεικά, τὰ μοιρολόγιˬα ξένα Πελοπν. (Παιδεμέν.) Μὲ κλαίει ἡ μαννούλα μου καὶ βαριˬαναστενάζει, μὲ κλαίει κιˬ ὁ πατέρας μου καὶ χύνει μαῦρο δάκρυ (μοιρολ.) Πελοπν. (Δάρ. Ἀρκαδ.) Νὰ στείλω ᾿γὼ τὰ δάκρυˬα μου ᾿ς ἕνα βαρέλι μέσα, γιˬὰ νὰ νιφτοῦν οἱ ἄνιφτοι νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι (μοιρολ.) Πελοπν. (Ἄρν.) Τὸ δάκρυο βάζουν γιˬὰ νερό, τὸ φτῦμα γιˬὰ σαπούνι (μοιρολ.) Πελοπν.( (Λυγερ.) Γιˬὰ μαζωχτῆτ᾿ οἱ θλιβερὲς κ᾿ οἱ μαυροφορεμένες, νὰ σμίξωμε τὰ δάκρυˬα μας νὰ κάνουμε ποτάμι κι ἀπέι νὰ dὰ ᾿δηγήσωμε νὰ πᾶν᾿ ᾿ς τὸν Κάτω Κόσμο (ἀπέι = κατόπιν· μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Τὴν πέτραν ἁποὺ πάτησες τ᾿ ἔμπηκες μέσ᾿ ᾿ς τὴ βάρκαν, ᾿έν᾿ νὰ τὴν εὕρ᾿, ἀγάπη μου, ταὶ νὰ τὴν λούσω δάρκα Κύπρ. Ὅλοι γελοῦν τριγύρω μου, μὰ ᾿γὼ σὲ μίαν ἄκρη τὸν πόνο μου ἔχω γιˬὰ φαῒ καὶ γιˬὰ νερὸ τὸ δάκρυ Κύθηρ. Κοιμήθου, ἀρφανὸμ bαιδί, γιατί, ἂν ἐξυπνήσῃς, θὰ δῇς γιὰ τὴν ἀρφάν-νιˬα σου καὶ δάκρ᾿γιˬα θὰ χύσῃς (βαυκάλ.) Νίσυρ. Νά ᾿βγ᾿ ἄκουσμα ᾿ς τήγ γειτον-νιὰν ται ᾿φήημα ᾿ς τὴχ χώρα ταὶ ᾿ς τ᾿ ἀρμαστοῦ μου τὴν αὐλήβ βάκρυα ταὶ μοιρολόγιˬα. (᾿φήημα = ἀφήγημα, ἁρμαστοῦ = ἀρραβωνιαστικοῦ) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τῆλ. Μὲ δάκρυˬα βάνω τὸ νερό, μὲ δάκρυˬα τὸ ζυμώνω, μὲ βαριˬαναστενάματα βάνω φωτιˬὰ ᾿ς τὸ φοῦρνο Ἤπ. (Κωστάν. Μαργαρίτ.) Σήκου, μάννα μ᾿, κὶ ζύμουσι τοὺ γιˬοῦ σου παξιμάδ᾿! Μὲ δάκρ᾿ ἀναπιˬά᾿ τὴ μαγιˬά, μὲ δάκρα τὴ ζυμώ᾿ Μακεδ. (Πάγγ.) Κάμω τοὺς δάκρους μου νερό, τοὺς κόπους μου σαπούνι καὶ τὰ γοργά μου γόνατα κάνω τὰ δυˬὸ λεγένια Ἰνέπ. || Ποιήμ. Ἐγύρισε ἡ παράξενη τοῦ κόσμου ταξιδεύτρα, μοῦ ᾿πε μὲ θεῖο χαμόγελο, βρεμένο μ᾿ ἕνα δάκρυ Δ. Σολωμ., 271 Αὐτὴ δὲν ἀπαντοῦσε. Κάποιο δάκρυ ἀπ᾿ τῶν ματιῶν της κύλησε τὴν ἄκρη ΙΙ. Ἀποστολίδ., Ἀνθολ., 266. Ἐν ἔει χάραμαν dοῦ φοῦ, μὲ μέραν, οὕλ-λον δύσην· σκοτεινιˬασούρ᾿ ἀληθινὴ δκιˬαζών-νει μὲ τὰ δάρκα μου ᾿ὲν ἔχουσιν πκιˬὸν στῆσιν· εἶμαι θαμ-μένη ζωντανὴ. (χάραμαν dοῦ φοῦ = ξημερώματα) Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 2, 108. 2) Πᾶν ὅ,τι στάζει ὥσπερ δάκρυον, οἷον κόμμι, ὀπὸς κ.τ.τ τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κίμωλ. Κύθηρ. Λῆμν. Μέγαρ. Νάξ. (Ἐγκαρ κ.ἀ.) Πάρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Κορινθ. Λάλ. κ.ἀ.) Σάμ. (Βλαμαρ. Μαραθόκ.) Σκῦρ. Χίος (Πισπιλ.) - Λεξ. Πόππλετ. Αἰν. Πρω. Δημητρ.: Τὸ δάκρυο τῆς ἀμυγδαλιˬᾶς εἶναι τὸ καλύτερο Ἄνδρ. Γιˬὰ τὰ μάτιˬα τὸ δάκρυ τ᾿ ἀμπελιοῦ εἶναι ἀλάθαστο Σκῦρ. Ἅμα κλαδέψῃς τ᾿ ἀμπέλι, τὰ κλήματα βγάζουν δάκρυˬα Κορινθ. Τὰ δάκρα τῆς ἐλιˬᾶς Κάλυμν. ᾿Σ τοὺ κλάδιμα δακρύ᾿ τοὺ κλῆμα, βγαί᾿ δάκρ᾿ Μαραθόκ. Ἡ σημ. ἤδη ἀρχαία. Πβ. Ἡροδ. 2,96 «Τὰ δὲ δὴ πλοῖα… ἐστὶ ἐκ τῆς ἀκάνθης ποιεύμενα, τῆς ἡ μορφὴ μὲν ἐστι ὁμοιοτάτη τῷ Κυρηναίῳ λωτῷ, τὸ δὲ δάκρυον κόμμι ἐστί». Ἀριστοτ., Περὶ τὰ ζῷα ἱστορ. 623b 29 «ἀπὸ τῶν δένδρων τά δάκρυα, ἰτέας τε καὶ πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων». Πβ καὶ Ἡσύχ. «ὀπός·… τὸ τῶν δένδρων δάκρυον» Συνών. κόλλα, πίσσα. β) Ἡ ἀσθένεια τῶν δένδρων κομμίωσις Νάξ. (Ἐγκαρ. κ.ἀ.) Ἔβγαλε δάκρυο ἡ λεμονιˬὰ καὶ θέλει κόψιμο Νάξ. Ἔβγαλε δάκρυο τὸ δέdρο Ἐγκαρ. 3) Ἡ ἐλαχίστη ποσότης ὑγροῦ, ἡ οἱονεὶ ἴση πρὸς ἕν δάκρυ, ἡ σταγὼν Κυκλ. Λῆμν. Μέγαρ. Πελοπν. (Μεσσην.) - Λεξ. Δημητρ. : Δός μου ἕνα δάκρυ κρασὶ Κυκλ. Δό μου ἕνα δάκρυ λάδι Μέγαρ. Οὔτε δάκρυ κρασὶ δὲν ἔχει Μεσσην. Ἡ βρύση ρίχνει τὸ νερὸ δάκρυ Λεξ. Δημητρ. Συνών. δακριˬὰ. 4) Τὸ φυτὸν Νάρκισσος ὁ κυπελλοφόρος (Narcissus cupulifera ἢ tazetta) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀμαρυλλιδῶν (Amaryllidaceae) ὑπὸ τοὺς τύπ. δάκρυο καὶ δάκρυα τῆς Παναγιˬᾶς ἐκ τοῦ σχήματος τοῦ ἄνθους αὐτοῦ Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ. Καρωτ. Μέτρ. Σηλυβρ.) Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) Κάρπ. Λέρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ.): Τὰ δάκρυα γένουντι κουντὰ τ᾿ Λαμπρὴ Μετόχ. Ἄιστι, μάσ᾿τι δάκρυ νὰ στουλίσουμι τοὺν πεντάφιου. (= ἐπιτάφιο) αὐτόθ. Τῆς Παναΐας τὰ δάκρ Ἴμερ. Τὸ δάκλυ τῆπ Πατρούνα Χωρίο Ροχούδ. Τῆς Παναγιˬᾶς τὸ δάκρυο τὸ λέγαμε. Κάνει ἕνα κόμπο καὶ γέρνει Μέτρ. Συνών. ἐγκρίζιˬα, ζαμπάκιˬα, μανούσιˬα, τουμπάκιˬα 5) Τὸ φυτὸν Ἐλίχρυσον τὸ σικελικὸν (Helichrysum siculum) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), ὁ τοῦ Θεοφράστου ἐλειόχρυσος, τὸ κοιν. ἀμάραντο Κρήτ. Λέσβ. Μέγαρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Δάκρυ τσῆ Παναγίας Κρήτ. Παναγίας τὰ δκρ Χαλδ. 6) Τὸ φυτὸν Κόιξ τὸ δάκρυ τοϋ Διὸς (Coix lacrima Jobi) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Graminaceae), τοῦ ὁποίου τὰ σπέρματα φαιόχροα καὶ σκληρὰ χρησιμοποιοῦνται διὰ τὴν κατασκευὴν κομβολογίων Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. πατερημώχορτο. 7) Συνεκδ., ἐπὶ ὑγρῶν κυρίως τὸ διαυγὲς Μακεδ. (Κοζ. Πεντάπολ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν.) - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Δημητρ.: Νιρὸκρασὶ δάκρ᾿ Γραν. Νερὸ δάκρος Ἰνέπ. Καθαρὸ δακρ᾿ εἶνι τοὺ νιρὸ ᾿ς τοὺ πουτάμ᾿ Κοζ. Λάδι δάκρυ Λεξ. Αἰν. Λιβάνι δάκρυ Λεξ. Βυζ. Μαστίχα δάκρυ Λεξ. Περίδ. Κρασὶ - λάδι δάκρυ Λεξ. Δημητρ. 8) Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν ἐμπειρικῶν ἰατρῶν, τὸ ἐκ τῆς ἀποστάξεως τῶν στεμφύλων παραγόμενον οἰνόπνευμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. οὖζο, ρακί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA