γυˬαλισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλισμὸς ὁ, Λεξ. Βάιγ. ᾽υˬαλισμός Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ στιλπνότης Λεξ. Βάιγ. 2) Ἡ ὡρίμανσις ὀπωρῶν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾽Υˬαλισμὸ τοῦ ᾽υˬαλισμοῦ δὲν εἴχανε ᾽φέτι τ᾽ ἀbέλιˬα (τὰ σταφύλια ὡρίμασαν ὀψίμως). Συνών. γυˬάλισμα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA