γυˬαλιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλιστὴς ὁ, Ἀμοργ. Ἄνδρ Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρὴτ. (Βάμ.) Κύθν. Νάξ. (Ἄνω Ποταμ. Γαλανᾶδ. Κινίδ.) Πάρ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Βαλτεσιν. Βούρβουρ. Γέρμ. Γορτυν. Δίβρ. Καλάμ. Κάμπος Λάκων. Καρδαμ. Καρίτ. Καρυόπ. Καστρ. Λεῦκτρ. Μάν. Μηλ. Μεσσην. Κοντοβάζ. Λάγ. Ξεχώρ. Οἴτυλ. Πλάτσ. Πραστ. Σαηδόν.) Σχινοῦσ. –Λεξ. Περίδ. Βλαστ. Δημητρ. γυˬαλιστὴ Κορσ. γυˬα᾽στὴς Μύκ. Πάρ. (Λεῦκ.) γυˬαλ-λιστὴς Κάλυμν. Κῶς Λέρ. Λυκ (Λιβύσσ.) Σύμ. Χίος (Ἀρμόλ. Πυργ.) κ.ἀ. ᾽υˬαλιστὴς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. γυˬαλίστρα Εὔβ. (Ἄκρ. Θεολόγ. Ψαχν. κ.ἀ.) Κρήτ. γυˬαλ-λίστρα Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω. Διὰ τὴν χρῆσιν τοῦ τύπ. γυˬαλιστὴ(ς) βλ. G.Blanken, Les Grecs de Cargèse, 80 κ. ἑξ.
Σημασιολογία
Α) Ἀρσ. 1) Ὁ στιλβωτὴς ὑποδημάτων Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάμ.) Συνών. λοῦστρος. 2) Ὁ Ἰούλιος, ἐκ τῆς στιλπνότητος, τὴν ὁποίαν ἀποκτοῦν αἱ ὀπῶραι, ὡριμάζουσαι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον σύνηθ.: Τὸ Γυˬαλιστὴ κάνει πολλὴ ζέστη Πελοπν. (Γέρμ.) Ἐπέρασε ὁ Γυˬαλιστὴς καὶ φραgόσυκα δὲ φάγαμε Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Νὰ μοῦ μαζέψῃς τὰ σῦκα ποὺ εἶχα ᾽λιˬάσει τὸ Γυˬαλιστὴ Πελοπν. (Λάγ.) Διˬάκανε δυὸ-τρεῖς κοπελίτσες τὸ Γυˬαλιστὴ μῆνα ᾽ς τὸ Νοκολὸ (διˬάκανε = πῆγαν) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ὁ μικρὸ ἤθελε νὰ πάω τὸ μῆνα τὸ Γυˬαλιστὴ Κορσ. Τὸ Γυˬαλιστὴ ἁωνεύγομε Νάξ. (Κινίδαρ.) ᾽Σ τσὶ εἴκοσι τοῦ ᾽Υˬαλιστῆ εἶναι τ᾽ ἅι-Λιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὅλος ὁ ᾽Υˬαλιστὴς ἐπέρασε gαὶ δὲν ἀδε͜ιάσαμε νὰ πιˬάσωμε δουλε͜ιὰ αὐτόθ. ᾽Σ τὸ ἔμπα τοῦ Γυˬαλ-λιστῆ ᾽ποθερίσαμε Κῶς. Τὰ σταφύλ-λιˬα κινιˬάζ-ζου νdὸγ-Γυˬαλ-λιστὴ (κινιˬάζ-ζου = ὡριμάζουν) Κῶς (Πυλ.) ‖ Γνωμ. Τὸ Γυˬαλιστὴ γυˬαλίζει ἡ πέτρα ᾽ς τὸ βουνὸ (οἱ λίθοι στίλβουν ἐκ τῆς μεγάλης θερμότητος καὶ τῆς διαθλάσεως τῆς ἀτμοσφαίρας ἐκ τοῦ καύσωνος) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Γυˬαλιστὴς γυˬαλ-λίζει ρῶγα τσαὶ πέτρα ᾽ς τὸ γιˬαλὸ (οἱ καρποὶ ὡριμάζουν ἐκ τῆς θερμότητος καὶ οἱ λίθοι ἐντὸς τῆς θαλάσσης φαίνονται στιλπνοὶ ἐκ τῆς διαυγείας τοῦ ὕδατος) Κῶς (Καρδάμ.) Ὁ Γυˬαλιστὴς γυˬαλίζει ǀ κιˬ Αὔγουˬστος τὰ καθαρίζει (ἡ ὡρίμασις σύκων, σταφυλῶν καὶ ἄλλων ὀπωρῶν ἀρχίζει τὸν μῆνα Ἰούλιον, κατὰ δὲ τὸν μῆνα Αὔγουστον αὗται ἐξαντλοῦνται εἰς τὰ νότια κλίματα) Πελοπν. (Μάν.) ᾽Σ τὶς εἴκοσι τοῦ Γυˬαλιστῆ ǀ λέπει τὸ σῦκο ᾽ς τὴ gορφὴ (δηλ. ὡριμάζουν τὰ πρῶτα σῦκα) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Ἀgουροφάος ἤφαε κιˬ ὁ Γυˬαλιστὴς δὲν εἶδε (ἁgουροφάος = ἀγουροφάγος˙ ἐπὶ ὀπωρῶν, ὁ ἀναμένων νὰ δρέψῃ τὸν καρπὸν τῶν δένδρων του ὥριμον προλαμβάνεται ὑπὸ τοῦ κλέπτοντος τὸν καρπὸν τοῦτον ἄωρον) Κρὴτ. Συνών. Ἀγουροφάγος ἔφαγε κιˬ ὁ οὑρμοφάγος ἔμεινε. Τὸ Γυˬαλιστὴ γελᾷ τὸ καπότο (τὸν Ἰούλιον λόγῳ τοῦ καύσωνος δὲν φοροῦνται τὰ παλτὰ ἀλλὰ φυλάσσονται διὰ τὸν χειμῶνα) Ἀμοργ. ‖ ᾌσμ. ᾽Εμίσσεψε τὸ γιˬασιμί, πάει τὸ φούλι πάει, νά ᾽ρθ᾽ Αὔγουστος καὶ Γυˬαλιστὴς ν᾽ ἀdάμωθοῦμε πάλι Κρὴτ. (Βάμ.) Ὁ Μάης ἔχει τὶς δροσὲς τσ᾽ ᾽Απρίλης τὰ λελούδιˬα τσ᾽ ὁ Θεριστὴς τσ᾽ ὁ Γυˬαλιστὴς τὰ γλέντιˬα, τὰ τραγούδιˬα Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) Ἀπρίλης πρήσκει πρόβατα καὶ Μάης τὰ γελάδιˬα κιˬ ὁ Θεριστὴς κιˬ ὁ Γυˬαλιστὴς μαραίνει παλληκάριˬα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τὸ Λυθκιˬαστὴ τἁ λέαμε, τὸ Γυˬαλιστὴ τελ͜ειῶσα (τὸν Ἰούνιον πρωτοαγαπηθὴκαμε καὶ τὸν ᾽Ιούλιο παντρεύτὴκαμε) Κῶς (Πυλ.) Ἄν δὲν ἐρτῇς τὸ Γυˬαλ-λιστή, τὸν Αὔγουστον θέ ᾽νά ᾽ρτῃς, ποὺ θά ᾽ρτουν οἱ πραματευτὲς μαστίχη νὰ συνάξῃς Χίος. ᾽Σ τσί δεκαφτά τοῦ Γυˬαλιστῆ | μιˬὰ λέbο ἀgλογάλλικη ἦρθε κιˬ ἄραζε ᾽ς τὴν πηγὴ Πελοπν. (Μάν.) Φωτία της τοῦ Γυˬαλιστῆ ǀ ποὺ περικαίει τὴ συρριπή, ἔτσι θὰ καίγωμαι κ᾽ ἐγώ, ǀ γιˬατὶ δὲ θά ᾽χω ἀδερφὸ (συρριπὴ = χόρτα τῶν καλλιεργουμένων ἀγρών˙ ἐκ μοιρολ. ἀδελφῆς πρὸς τὸν νεκρὸν ἀδελφόν της) Πελοπν. (Καρυόπ. Μάν.) Συνών. Ἅγι-Ἠλίας 3, Ἁλωνάρης, Ἁλωνευτής 2, Ἁλωνιστὴς 2, ᾽Ιούλης, Γυˬαλινὸς Β1, Δευτεροϊούλης. Β) Θηλ. 1) Τὸ κάτοπτρον Πελοπν. (Βαλτεσιν. Γορτυν. Δίβρ. Καρίτ. Κοντοβάζ. κ.ἀ) 2) Ἐπὶ γυναικός, ἐκείνη τῆς ὁποίας τὸ πρόσωπον ἀστράπτει ἐκ τῶν καλλωπιστικῶν ἀλοιφῶν Μεγίστ. Πβ. γυˬαλιστερὸς 2. 3) Τὸ ἔντομον Μηλόλόνθη ἡ κοινὴ (Melolonthia vulgaris) τῆς οἰκογ. τῶν Κολεοπτέρων (Coleopterae) Εὕβ. (Ἄκρ. Θεολόγ. Ψαχν. κ.ἀ.): Δὲ bῆις νὰ μαζώξῃς κεῖνες τ᾽ς ἀχλάδες, τ᾽ς φάγανε οἱ γυˬαλίστρις Ψαχν. Συνών. βαβίλα, βαβούλα 1, βάβουλας 4, βασιλιˬὰς 5, βίζβιζας, βοϊδάκι 4, βουρβούλα (Ι) 1, βουρβουλιˬανὸς 1, βούρβουλος, βροῦλος, γυˬαλομαμμούνα, ζίνα, ζούνα, ζουζούνα, κατσιβροῦλος, σβίγκος, χρυσομαμμούνα, χρυσομπάμπουρας, χρυσόμυιγα, χρυσούλα. 4) Ὁ κακῆς ποιότητος πέπων, τοῦ ὁποίου ὁ φλοιὸς εἷναι στιλπνὸς Εὔβ. (Ψαχν.): Τὴ γυˬαλίστρα μοῦ ᾽δωκες νὰ φάου; 5) Ὕφασμα μέλαν στίλβον Κρὴτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA