ἀπελπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπελπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπελπίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀπερπίζω Ζάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀπολπίζω Θήρ. (Οἴα) Ἰθάκ. Μύκ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Λακων. Λιγουρ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Ἄμφ.) Σῦρ. ἀπορπίζω Ἄνδρ. Θήρ. Ἰκαρ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Σίφν. Χίος ἀποφλίζω Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μέσ. ἀπιλπίζουμι Λέσβ. (Πάμφιλ.) ἀπουλπίζουμι Σκόπ. ἀπολπίζουμου Πελοπν. (Λακων.) ἀπορπίζουμαι Ζάκ. ᾿περπίζομαι Νάξ. ᾿πορπίζομαι Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿πορπίζουμαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπελπίζω.
Σημασιολογία
1) Μέσ. καὶ σπανίως ἐνεργ. ἀποβάλλω τὴν ἐλπίδα, ἀπογινώσκω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Σὲ δύσκολη περίστασι ἀπελπίζεται. Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἀπελπίζεται εὔκολα. ’Στὸ τέλος ἀπελπίστηκε καὶ τὰ παράτησε. Εἶναι ἀπελπισμένος μὲ τοὶς δουλε͜ιές του κοιν. Ἀπελπίστηνα πλέο ἀπὸ ’τσείνονε Μέγαρ. Σὲ πῆρα dὰ ᾽εραθε͜ιὰ κ᾿ εἶσαι πλεˬ ὰ ᾽πορπισμένος Ἀπύρανθ. Ὁ δεῖνα ἀποφλίζεται πῶς δὲ θὰ διοριστῇ Βούρβουρ. Ἰὰ σώπα δά, κακορρίζικη, καὶ σὺ μὴν ἀπορπίζεσαι Ἀπύρανθ. || Φρ. Μὴν ἀπελπίζεσαι κι ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος κοιν. || Γνωμ. Τὸ δὲ θάψῃς μὴν ἀπορπίζῃς (μὴ ἀπελπίζεσαι διὰ τὴν τύχην ἀσθενοῦς, ἐφόσον δὲν ἔχει ἀποθάνει, καὶ γενικώτερον ἐπὶ προσώπου ἢ πράγματος ἔλπιζε μέχρι τῆς ὑστάτης στιγμῆς) Λεξ. Δημητρ. Ὑπομονὴ τσαὶ στόχασι πρέπει κἀνεὶς γιˬὰ νά ᾽χῃ τσαὶ νὰ μὴν ἀπολπίζεται ὅ,τι κιˬ ἀνεῖ τοῦ λάχῃ Θήρ. (Οἴα) || Παροιμ. Ἀπελπισμένο παιδί, καλέ μου νοικοκύρι (ὅτι ἀπροσδοκήτως οἱ κακοὶ γίνονται καλοὶ) Ζάκ. Τ᾿ ἀπελπισμένο κάτεργο ᾿ς ἀγαθὸ λιμνιˬῶνα (περὶ τῆς βελτιώσεως τῆς τύχης δυστυχοῦντος. Ἡ παροιμ. καὶ ἀλλαχ. ἐν παραλλαγαῖς) ἐνιαχ. || ᾌσμ. Ποτὲ δὲν ἀπολπίζομαι, μὴ μ’ ἀπολπίζῃς, Θέ μου, σκέψου πῶς εἶμαι πλάσμα σου, μεγαλοδύναμέ μου Κρήτ. Ἀπελπισμένος βρίσκομαι σὲ κύματ᾽ ἀφρισμένα Πελοπν. Τῆς μετοχ. ἀπελπισμένος συνών. ἀνέλπιδος 2, ἀπέλπιστος 2) Ἐνεργ. κάμνω τινὰ νὰ ἀποβάλῃ τὴν ἐλπίδα, φέρω ἀπελπισίαν κοιν.: Μᾶς ἀπέλπισε ὁ γιˬατρός,͵ ὁ ἄρρωστος εἶναι σοβαρὰ κοιν. Δὲν τοὺς ἀποφλίζουν ἔτσι τοὺς ἄρρωστους Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἰὰ τὰ φαειὰ δέ με κόφτει, ἡ dυμασιˬὰ ὅμως μ’ ἀπορπίζει (αἱ δαπάναι τῆς ἐνδύσεως) Ἀπύρανθ. || Γνωμ. Οἱ ἄνθρωποι ἀπελπίζουν, μὰ ὁ Θεὸς δὲν ἀπελπίζει (ἡ θεία ἀντίληψις σῴζει πολλάκις καὶ ὅπου κατὰ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχει σωτηρία) ἀγν. τόπ. Καὶ παθ.: Ἦταν ἀπελπισμένος ἀπὸ τοὺς γιˬατροὺς κι ὅμως ἔζησε σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA