γυˬαλόκομμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλόκομμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬαλόκομμα τό, (ΙΙ) Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλοκόβω (ΙΙ).
Σημασιολογία
Ἡ ἐν κακοκαιρίᾳ ἀπότομος καὶ προσωρινὴ μεταβολὴ τοῦ καιροῦ ἐπὶ τὰ βελτίω, ἡ διακοπὴ τῆς νεφώσεως ἔνθ᾽ ἀν.: Μ᾽ αὐτὰ τὰ γυˬαλοκόμματα τὰ ᾽ρίξαν τὰ λουλούδιˬα τὰ δέντρα Εὔβ. (Ψαχν.) ‖ Γνωμ. Αὐτὰ τὰ γυˬαλουκόμματα ᾽κάμαν τοὺ βλάχου δίχους πρόβατα (ἡ προσωρινὴ διακοπὴ τῆς κακόκαιρίας ἀπατᾷ πολλάκις, ἐκλαμβανομένὴ ὡς λῆξις αὐτῆς) Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA