γυˬαλομαμμούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλομαμμούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυˬαλομαμμούνα ἡ, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Κέως Κύθν. Μύκ. Σῦρ. Την. (Πύργ. Ἰστέρν.)-Λεξ. Βλαστ. 437.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ μαμμούνα.
Σημασιολογία
Τὸ ἔντομον Μηλολόνθη ἡ κοινὴ (Melolontha vulgaris) τῶν οἰκογ. τῶν Κολεοπτέρων (Coleopterae) ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ γυˬαλομαμμοῦνες ἔχουν κάνει τρύπιˬα ὅλα τὰ σῦκα Τῆν. (Πύργ. Ἰστέρν.) Τὶς γυˬαλομαμμοῦνες τὶς δένουνε τὰ παιδιˬὰ καὶ πετᾶνε Ἄνδρ (Κόρθ.) Μὲ τό φουστάνι πού ᾽βανες γυˬαλίζεις σὰ dὴ γυˬαλομαμμούνα Μύκ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυˬαλιστὴς Β3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA