γυˬαλομούρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλομούρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλομούρης ἐπίθ. ἐνιαχ. γυˬαλουμούρ᾽ς Σάμ. Θηλ. γυˬαλουμούρα Σάμ. Ούδ. γυˬαλουμούρ᾽κου Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ μούρη.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἐπιδερμίδα προσώπου λεπτὴν καὶ στίλβουσαν ἔνθ᾽ ἄν. 2) ᾽Επὶ γυναικὸς γυˬαλουμούρα, ἡ προκλητική καὶ ἐλευθεριάζουσα γυνὴ Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA