ἀπενδιδερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπενδιδερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπενδιδερὸς ἐπίθ. ἀπαdιδερὸς Κρήτ. ’παdιδερὸς Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. *ἀπενδίδω, παρ’ ὃ ἀπαdίδω, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.

Σημασιολογία

Ὁ παρέχων ἄνεσιν, ἀναπαυτικὸς ἔνθ’ ἀν.: ’Παdιδερὴ ἁπού ᾽ναι τουτηνὲ ἡ καθέγλα! Α.Κρήτ. ᾽Ετουτονὲ τὸ σκαμνὶ εἶναι ’παdιδερὸ αὐτόθ. Συνών. ἀναπαυτικὸς 1α, ἀναπαυτός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/