ἀπενδίδω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπενδίδω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπενδίδω, ἀπαdίδω Κρήτ. ’παντίω Μεγίστ. ἀπαdιδώνω Κρήτ. ’παdιδώνω Κρήτ. ἀπαντώνου Σκῦρ. ’παντώνω Ρόδ. (Κάστελλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. ρ. ἐνδίδωμι. Ὁ τύπ. ἀπαντώνου ἐξ ἀφομ. τοῦ ε πρὸς τὸ α ἀντὶ *ἀπεντώνω, ἡ δὲ κατάλ. ὅπως καὶ εἰς τὸ δίνω - ἔδωκα - δώνω. Ὁ δὲ τύπ. ’παντίω κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ δ, ὡς καὶ δίδω - δίω.

Σημασιολογία

1) Δίδω, ἐγχειρίζω, προσφέρω Μεγίστ. Ρόδ. (Κάστελλ.) Σκῦρ.: Ὁ δήμαρχος μ’ ἀπάντωτσε ἕνα κατοστάρ’κο. Μ᾽ ἀπάντωσε μιὰ πίττα ψωμί. Ἀπάντωνέ μ᾽ γρήγορα (λέγει ὁ κτίστης πρὸς τὸν βοηθὸν) Σκῦρ. Ἀπάντωσέ μου τὴ στάμνα αὐτόθ. ᾿Πάντιξε με τὸν μαστραπᾶ - τὴν βυτίνα - τὸ πουκάμισόν μου Μεγίστ. ’Παντώνω δρουμιὰ (δρᾶκας, χειρόβολα σταχύων) Ρόδ. (Κάστελλ.) || Φρ. Σήκωσε τσαὶ τὰ δυˬό τ᾿ χέριˬα τσαὶ μ' τ᾽ ἀπάντωσε (μ᾽ ἐφασκέλωσε) Σκῦρ. 2) Ἀπροσ. ὑπάρχει κατάλληλος εὐκαιρία, ἔρχεται βολικὰ Κρήτ: Δὲ μοῦ ’παdίδει ἐπαὲ ποῦ κάθομαι. ’Παdίδει σου ἀτὰ ποῦ κάθεσαι; Δὲ μου ’παdιδώνει νὰ ’ρθῶ σήμερα νὰ σοῦ βοηθήσω. Ὅdε μου ἀπαdιδώσῃ θά ’ρθω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/