ἀπέξω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπέξω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπέξω ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀπ-πέξω Κύπρ. ἀπέξου βόρ. ἰδιώμ. ἀπέξ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀμπέξω Κύπρ. ἀπόξω κοιν. ἀπ-πόξω Κύπρ. ἀbόξω Κρήτ. ἀπόξου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Φερτ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων) ἀπόξ’ Σκόπ. ἀπότσου Τσακων. ἀπόσου Καλαβρ. ’πόξω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Κύπρ. Μέγαρ. Ρόδ. ᾽πόξου Μακεδ. (Καστορ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπέξω, παρ’ ὃ καὶ ἀπόξω. Οἱ τύπ. ἀπ-πέξω καὶ ἀμπἐξω καὶ παρὰ Μαχαιρ. 1, 364 καὶ 58 (ἔκδ.RDawkins).

Σημασιολογία

Α) Ἐπιρρηματ. 1) Ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου, ἐκ τοῦ ἔξω μέρους, ἔξωθεν κοιν. καὶ Καλαβρ. Καππ. (Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἔρχομαι - περνῶ ἀπέξω. Τί νέα φέρνεις ἀπέξω; κοιν. Ἀπἐξ’ π᾿ ἔρται φέρ᾽ τὰ χαπάρ (ὅποιος ἔρχεται ἀπέξω φέρει τὰς εἰδήσεις) Χαλδ. || Φρ. Λέγω ἀπόξω ἀπόξω (ἐμμέσως, διὰ περιστροφῶν, ὅταν πρόκειται περὶ κακῆς εἰδήσεως κττ.) σύνηθ. Τὸν ἐπῆρα ἀπόξου ἀπόξου (τὸν κατάφερα μὲ τρόπον νὰ μοῦ ἀνακαλύψῃ τι) Θρᾴκ. (Αἶν.) Εἶναι ἀπόξω (παθαίνει ἐκ τῆς ἐπηρείας κακοῦ δαίμονος, οἷον ἐπιληψίαν, νεραϊδοπάρσιμο κττ.) ἐνιαχ. Ἔπαθι οὑ ἄνθρουπους ἀπόξου (προσεβλήθη ἀπὸ ἐξωτικὰ) Σάμ. || ᾌσμ. Ξύπνα, ἀγάπη μου γλυκε͜ιά, καὶ πλύσου μὲ τὸ μόσκο κι ὁ νέος ἀποὺ σ᾿ ἀγαπᾷ περνωδιˬαβαίνει ἀπόξω Κρήτ. Πάγ’ ’ς τὰ δώδεκα ἐγκλησιˬάς, ’ς τ’ ἐννέα μοναστήρ, κιˬ ἀπέξ’ ἀπέσ’ ἐλάλεσεν, ὑγε͜ιά, χαρὰ ’ς τὸν γάμον Πόντ. Συνών. ἀπαπέξω 1, ἀπαπεξωθεˬό, ἀπέξωθεν 1. β) Ἐκ ξένης χώρας, ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Τῆς φέρνουν ἀπέξω φορέματα-ἔπιπλα σύνηθ. γ) Μεταφ. ἀπὸ μνήμης κοιν.: Λέω-μαθαίνω-ξέρω τὸ μάθημα ἀπέξω κοιν. || Φρ. Ἀπέξω κιˬ ἀνακατωτὰ (τελειότατα, ἀπὸ πάσης ἀπόψεως) κοιν. Συνών. ἀπαπέξω 2. 2) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, εἰς τὸ ἔξω μέρος, ἔξωθι κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Εἶμαι -ἐργάζομαι-κάθομαι-κοιμᾶμαι-μένω ἀπέξω. Ὅλ᾽ αὐτὰ ἔγιναν ἀπέξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου κοιν. Ἀπέξω ἀπ’ τὸ τσῆπο Μύκ. Πήγανα ὥς ᾽πόξω τῆ βασ’λὲ τὸ σπίτ’ Θρᾴκ. (Γέν.) Σταθῆτε ἀπ-πέξω ᾿ς τὸ ’ξωπόρτιν Κύπρ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος εἶν᾿ ἀπέξω ἀπ᾿ τὸ χορό, πολλὰ τραγούδιˬα ξέρει (ἐπὶ τοῦ ἄλλους νουθετοῦντος περὶ πραγμάτων δυσκατορθώτων καὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου) κοιν. Ἀπέξω κούκλα κιˬ ἀπομέσα πανούκλα (ἐπὶ τοῦ ἀποκρύπτοντος διὰ ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως τὸ ἐσωτερικὸν καὶ μεταφ. τὰ σπουδαῖα ἐλαττώματα. Πβ. ἀρχ. «ἔνδοθι τὴν Ἐκάβην, ἔκτοθι τὴν Ἑλένην») κοιν. Ἀπόξω bέλλα bέλλα | κι ἀπομέσα δὲν ἠφέλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θήρ. (Οἴα). Ἀπόξου φάτσα καὶ μέσα λινάτσα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Ἀπέξ’ τὸ μῆλον κόκκινον κι ἀποπέσ’ σαπεμένον (ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικῶς μὲν φαινομένου εὐρώστου, ἐσωτερικῶς δὲ νοσηροῦ) Χαλδ. Τῆς ἐλα͜ιᾶς τὰ μέσα καὶ τοῦ καρυδιοῦ τ’ ἀπέξω (ἐπὶ τοῦ δωροῦντος τὰ ἄχρηστα) πολλαχ. || ᾏσμ. Ὁ Διενὴς ψυχομασεῖ κάτω εἰς τὰ παλάδκιˬα, ἀπ-πόξω τριυρκάζουν τον τρακόσια παλληκάρκα, θέλουν νὰ μποῦσιν νὰ τὸν δοῦν τσαὶ πάλε ’κροφοοῦνται Κύπρ. Β) Μετ᾿ ἀρθρ. οὐσ. 1) Ἀρσεν. ὁ μὴ οἰκεῖος, ὁ μὴ ἀναμειγνυόμενος εἰς τὰ πράγματα οἰκογενείας ἢ ὁμάδος, ξένος κοιν.: Μιλοῦνε-πειράζουν οἱ ἀπέξω. Μὴν ἀκούς τί λένε οἱ ἀπόξω. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπόξω (ξένος ὁμάδος τινὸς φίλων) κοιν. Βάν’νι κιντεὲς οἱ ἀπόξου κὶ μαλώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Κάνει τὸν ἀπόξω (ἀποφεύγει νὰ ἀναμειχθῇ ὡσεὶ ἧτο ξένος ἢ προσποιεῖται ὅτι ἀποφεύγει) πολλαχ. || Παροιμ. Ἦρταν οἱ ἀπ-πέξω νὰ βκάλουν τοὺς ἀπ-πέσω (συνών. τῇ παροιμ. ἦρθαν τ’ ἄγρια νὰ διώξουν τὰ ἥμερα) Κύπρ. 2) Θηλ. ἡ διαμένουσα εἰς οἴκημα κείμενον ἐπὶ τῆς ὁδοῦ κατ᾿ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς ἐνδοτέρω οἰκοῦντας Ἀθῆν. κ.ἀ.: Τὸ παιδὶ-ἡ πόρτα τῆς ἀπόξως. Δὲ μοῦ ’φερε τὸ νοίκι ἡ ἀπόξω. 3) Ὀρεστιὰς νύμφη ὡς οἰκοῦσα ἔξω εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ ΝΠολίτ. Μελέτ. 2, 428 καὶ ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (192Ο) 24: Φρ. Εἶναι τῆς ἀπόξως (ἐπὶ ἀσθενοῦς τοῦ ὁποίου ἡ ἀσθένεια νομίζεται ὅτι προέρχεται ἐξ ἐπηρείας τῶν ἐξωτικῶν) ΝΠολίτ. Μελέτ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/