ἀπέξωθεν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπέξωθεν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁπέξωθεν ἐπίρρ. ἀμάρτ ἀπεξωθεὸν Ρόδ. ἀπ-πεξωθκεὸν Κύπρ. ἀπόξουθε Κεφαλλ. ἀποξωθεˬὸ Θήρ
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπέξωθεν.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ κινήσεως ἀπὸ τόπου ἐκ τοῦ ἔξω μέρους, ἀπέξω Κύπρ. : ᾎσμ. Ἀπ-πεξωθκεόν σου νὰ δκιαβῶ καὶ μιὰν φωνὴν νὰ ρίξω. Συνών. ἀπέξω Α1. 2) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, εἰς τὸ ἔξω μέρος, ἔξωθι ἔνθ’ ἀν.: Ἀπεξωθεὸν τοῦ παλατιοῦ Ρόδ. || ᾌσμ. Ἀπόξουθε ἔχουνε χαρτὶ καὶ μέσαθε τὴν πέννα Κεφαλλ. Τ’ ὁ Διενὴς ἀπ-πεξωθκεὸν στέτσει τσ᾽ ἀκρολοᾶται Κύπρ. Ἀπ-πεξωθκεˬόν του στέκονται τρακόοι δκυˬὸ νομᾶτοι αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 1, 250 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ σφαλισμένον τὸ εὕρηκα καὶ ἀπέξωθεν ἱστάμην». β) Μεταφ. ἀνὰ τὸν κόσμον, μεταξὺ τῶν ξένων Θήρ.: Μὴν ἀκούς τί λένε ἀποξωθεˬό. 3) Μετ᾿ ἄρθρ. οὐσ., ὁ μὴ οἰκεῖος, ὁ ξένος Θήρ.: Μὴν ἀκούς τί λένε οἱ ἀποξωθεˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA