ἀπεπὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεπὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπεπὰ ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀποπὰ Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) -ΣΚαρτεσ. Καρπάθιος 38 ἀποεπὰ Ζάκ. ἀποπαδὰ Κάρπ. Κρήτ. ἀποπαδὲ Κρήτ. ἀποπαὲ Κρήτ. ἀbοπαὲ Κρήτ. ᾿ποπὰ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἐπά. Ὁ τύπ. ἀποεπὰ καὶ ἐν ἐγγράφῳ Ζακύνθου τοῦ 1704.

Σημασιολογία

1) Ἐκ τούτου τοῦ μέρους, ἐντεῦθεν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄμε-φύγε ἀποπὰ Κρήτ. Ἀποπαὲ θὰ πᾶς αὐτόθ. Ἀποπαὲ θὰ πάρῃς καὶ θὰ σ’ ἀπαντἠξῃ ἕνας κυπάρισσος αὐτόθ. Ἀποτὲ πλῦνε τοῦ λόγου σου κ’ ἐγὼ δὰ πλύν’ ἀποπαὲ αὐτόθ. Ἀποπαὲ ἀκούεται τ᾿ ἀναμάσημα τσ᾿ ἀελαίς (ἀγελάδος) αὐτόθ. Θὰ σὲ βγάλω ἀποπὰ Ἀπύρανθ. Ἀποπαδὰ κοντὰ Κάρπ. || ᾌσμ. Φευγᾶτε, κακά, ἀποεπά | κι ὁ Χριστὸς εἶν᾿ ἐδωπὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Ζάκ. Νὰ πιˬάσουμε ἀποπὰ ἀποκεῖ, | ἀπὸ τὸ ἄλφα κˬ ὣς τὸ μῦ (ἐκ μοιρολογ.) Μάν. Νά φύγω θέλω κιˬ ἀποπά, νὰ πάω ᾽ς ἄλλο dόπο, ἴσως καὶ νὰ σωπάσουνε οἱ γλῶσσες τῶν ἀνθρώπω Ἔμπαρ. || Αἴνιγμ. Ἀποπαδὰ καὶ ’ς τὰ Χανιὰ | θωρῶ τὴ θε͜ιά μου καὶ γελᾷ (ἡ φωτιὰ) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 184 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ νὰ μακρύνῃς ἀποπὰ νὰ πορπατῇς ’ς τὰ ξένα». 2) Πρὸς τὰ ἐδῶ ΣΚαρτέσ. ἔνθ’ ἀν.: Τρέχει ἀποπὰ τσαὶ ἀποτσεῖ (ἐδῶ κ’ ἐκει).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/