ἀπέραντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπέραντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπέραντος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπέραντος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων πέρας, ἄπειρος, εὐρύτατος: Ἀπέραντος κάμπος. Ἀπέραντη θάλασσα. Ἀπέραντο παλάτι-σπίτι. Ἀπέραντα χτήματα σύνηθ. || ᾎσμ. Εἶν’ ὁ γκρεμὸς ἀναβατὸς κιˬ ἀπέραντο τὸ διάβα ἀγν. τόπ. -Ποιήμ. ...Μοῦ λέν ἐκεῖ ’ς τὸν ᾍδη ὅτ᾿ εἶν᾽ ἡ νύχτ᾿ ἀπέραντη, παντοτινὸ σκοτάδι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 266 Ὦ νυχτέριˬα, ὦ πανηγύριˬα, κάτου ἀπὸ τὴν ἀπέραντην ἀστροφεγγιˬά! ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 45 Ἔλα νὰ σὲ φιλήσω τὸ φιλεῖ τὸ ἀπέραντο ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 46. 2) Ἀμέτρητος ἐνιαχ.: ᾎσμ. Περνοῦσε χρόνιˬα ἀπέραντα, χρόνιˬα βασανισμένα ἀγν. τόπ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἄπειρος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/