ἀπέραστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπέραστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπέραστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἀπέραστους βόρ. ἰδιώμ. ἀναπέραστος Κάρπ. ἀπέρατος Κάρπ. Πελοπν. (Γορτυν.) ἀπέρατους Μακεδ. ἀνεπέρατος Κάρπ. ἀπέραγος ἐνιαχ. ἀπέραγους Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπέραους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπέρναγος Πελοπν. (Ξυλόκ. Σουδεν.) -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπέρνιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπέρνιγος Πόντ. (Χαλδ.) ἀπέρατος ὁ, Κάρπ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. περαστὸς<περνῶ, παρ’ ὃ καὶ περνίζω. Τὸ ἀπέρατος ἤδη ἀρχ. ἐκ τοῦ περῶ. Διὰ τὸ ἀναπέραστος ἰδ. ἀ- στερητ 1δ.

Σημασιολογία

Α) Παθ. 1) Ὁ μὴ διαπερασθείς, ἐπὶ κλωστῆς, στήμονος κττ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Κλωστὴ ἀπέραστη (διὰ τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης). Βηλάρι ἀπέραστο (τὸ μὴ περασθὲν εἰς τὰ μιτάρια καὶ τὰ κτένια τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ). Βελόνα ἀπέραστη (ἀπὸ τὴν ὀπὴν τῆς ὁποίας δὲν ἐπεράσθη κλωστή). Συνών. ἀδιˬαβάτιστος. 2) Ὁ μὴ ἐκπαρθενευθείς, ἀδιακόρευτος, ἐπὶ γυναικὸς πολλαχ.: Νύφη ἀπέραστη. Κορίτσι ἀπέραστο. 3) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαβαθῇ, ἀδιάβατος, ἄβατος, ἀπρόσιτος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Βάλτος-γκρεμὸς ἀπέραστος. Ποτάμι-σοκάκι ἀπέραστο. Θάλασσα ἀπέραστη πολλαχ. Ἀπέραστος δρόμος Πελοπν. (Γορτυν.) Δασότοποι ἀπέραγοι ΣΓρανιτσ. Ἄγρια καὶ ἥμερ. 23 || ᾌσμ. Ὄρη, βουνὰ περάσαμε καὶ χαμηλὰ λαγκάδια καὶ ποταμοὺς ἀπέραστους κ’ εἶχαν νερὸ κρουστάλλιˬα Κρήτ. Κιˬ ὁ ἥλιˬος ἐμπροπῆρε τά ᾿ρη, τὰ ᾿ουνά, ’ς τοῦ Μαυριˬανοῦ τ᾿ ἁλώνι τ᾿ ἀνεπέρατο (τά ’ρη=τὰ ὄρη, ᾿ουνὰ=βουνὰ) Κάρπ. Ἔχεις πουτάμιˬ’ ἀπέραγα, βουνὰ κατακλυσμένα Ἤπ. Συνών. ἄβατος 1, ἀδιˬάβαστος Α2(α), ἀδιάβατος 1, ἀπάτητος Α4α. 4) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν διεπεραίωσαν, ὁ μὴ διαπεραιωθεὶς διὰ ποταμοῦ Πόντ. (Χαλδ.): Ὅλ’ ἐδέβαν κ᾿ ἐμὲν ἐφέκαν ἀπέρνιγον. 5) Ὁ μήπω διαβαθεὶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ): Ὁ πολὺς δρόμος εἶναι ἀπέραστος. Ἔχουμε ἀπέραστο τὸ μεγάλο χαντάκι πολλαχ. 6) Ὁ μὴ ἐκπλυνθεὶς τὴν τελευταίαν διὰ καθαροῦ ὕδατος πλύσιν, ἐπὶ ἐνδυμάτων σύνηθ.: Ἀπέραστα ροῦχα. Συνών. ἀδιˬάβαστος Α4, ἀκατένιστος 1, ἀξέβγαλτος 1. 7) Ὁ μὴ καλλιεργηθείς, ἀκαλλιέργητος Πελοπν. (Γορτυν.): Ἀπέρατο χωράφι. β) Ὁ μὴ ἀροθεὶς ἐκ δευτέρου, ἐπὶ ἀγροῦ Μακεδ. (Χαλκιδ): Ἀπέρατου χουράφ’. 8) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ὑπέστη, δὲν ἐδοκίμασέ τις, ἐπὶ ἀσθενειῶν ἢ ἄλλων κακῶν πολλαχ.: Ἀπέραστη ἀρρώστιˬα-βλογιˬὰ κττ. Ἀπέραστα φαρμάκιˬα (κακὰ) πολλαχ. Τού ᾿χαμι κι αὐτὸ ἀπέραου ἀκόμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Γνωμ. Ὅ,τ’ ἔ’ ἀπέραγα ἄνθρουπους ποῦ νὰ τὰ ξέρ’! αὐτόθ. 9) Ὁ μὴ περατωθεὶς Ἤπ. (Χουλιαρ.) Σύμ.: Ἔχου πουλλὴ δ᾽λε͜ιὰ ἀπέραστ’ ἀκόμα Χουλιαρ. Συνών. ἀκάμωτος 1 10) Ὁ μὴ καταχωρισθεὶς ἐν βιβλίῳ, ὁ μὴ καταγραφεὶς σύνηθ.: Ἔχω ἀπέραστα τὰ ἔξοδα-τὰ ψώνιˬα κττ. Β) Ἐνεργ. 1) Ὁ μὴ διαβάς, ὁ μὴ διελθὼν ἐνιαχ.: Εἶμαι ἀπέραστος ἀπ’ αὐτὸν τὸ δρόμο (δὲν τὸν ἔχω διαβῆ). 2) Ὁ μὴ παρελθών, ὁ διαρκῶν ἔτι πολλαχ. καὶ Πόντ. Σαρακοστὴ ἀπέραστη. Πόνος ἀπέραστος πολλαχ. Οὑ ἀπέραγους κιρὸς εἶναι πουλὺς ἀκόμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἦταν ἀπέραγους οὑ βῆχας αὐτόθ. Συνών. ἀδιάβαστος 2(β), ἀδιάβατος 1(β). 3) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει πέρασι, δὲν περνᾷ ὡς ἄνευ ἀξίας, ἐπὶ νομισμάτων Ἤπ. (Χουλιαρ.): Λιφτὰ ἀπέραστα. Συνών. ἀδιˬάβαστος Α1, ἀδιˬάβατος 2. Γ) Οὐσ. 1) Μέρος μακρὰν κείμενον Σύμ.: Ἂ πάῃς ᾽ς τὸν ἀπέρατο! (ἀρά). 2) Ἀπρόσιτος παραλία Κάρπ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀπέρατος Τῆλ. Ἀπέρατους Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/