γυˬαλοπλύτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοπλύτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλοπλύτης ὁ, Ἀμοργ. Ἰκαρ. (Εὔδὴλ. Κουντουμ. κ.ἀ.) Πάτμ. γυˬαλουπλύθ᾽ τό, Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τοῦ ρ. πλύνω.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ἑλξίνη ἡ φαρμακευτικὴ (Parietaria officinalis) τῆς οἰκογ. τῶν Κνιδιδῶν (Urticaceae), ἐκ τῆς χρησιμοποιήσεως αὑτοῦ πρὸς πλύσιν ποτηρίων καὶ ἄλλων ὑαλίνων σκευῶν καὶ δοχείων ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ καθαρίσου τὰ πουτήριˬα μὶ λίγου γυˬαλουπλύθ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) Δὲν ἔπιρνις κὶ λίγον γυˬαλουπλύθ᾽, γιˬὰ νά πλυθοῦν καλύτιρα τὰ πουτήριˬα; αὐτόθ. Συνών. *ἀνεμάχλαδο, ἀνεμογλέντι, ἀνεμοκλάδι, ἀνεμοφύλλι, ἀνεμοκλείτι, ἀνεμόχορτο, κολλητσάνι, κολλητσίδα, παρθενούδι, παρθενούλι, περδικάκι, περδική, περδικιά, περδικούλα, περδικόχορτο, ποτηροπλύτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA