δακρυβρέχω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυβρέχω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δακρυβρέχω ἀμάρτ. δακρυβρέχομαι Λεξ. Βάιγ. Μετοχ. δακρυβρεγμένος Φ. Πανᾶς, Λυρικ., 121 καὶ 223 - Λεξ. Δημητρ. δακρυοβρεμένος Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυ καὶ τοῦ ρ. βρέχω. Οἱ τύπ. δακρυοβρέχομαι καὶ δακρυοβρεμένος καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Μεσ. βρέχομαι ὑπὸ δακρύων ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Καὶ λούλουδ᾿ ἁγιˬασμένα δακρυβρεγμένη κόβοντας ἡ θεϊκὴ Παρθένα Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν., 121 Κι ὁ θαυμασμὸς τὰ μάτιˬα μου κρατεῖ δακρυβρεγμένα ἐσὺ ἡ ὑγεία, ἡ ζωή, γυρεύεις γιˬατρικό; Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν., 223 Στερνὸ φιλὶ δακρυβρεγμένο Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA