δακρυλόγημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυλόγημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δακρυλόγημα τό, Λεξ. Δημητρ. δακρυλόημα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δακρυλογῶ.
Σημασιολογία
Ἡ ἐκ τῆς ἀποστάξεως ὀποῦ τῶν δένδρων συλλεγομένη ποσότης ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ μαστιχόδεντρα φέτος ἔδωκαν λίγο δακρυλόημα. Συνών. δάκρυμα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA