δάκρυμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάκρυμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δάκρυμα τό, Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάκρυμα

Σημασιολογία

1) Δάκρυσμα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Δακρυλόγημα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τοῦ πεύκου τὰ δακρύματα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/