δακρυογόνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυογόνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δακρυογόνος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. δακρυγόνος πολλαχ. δακρυογόνο τό, πολλαχ. δακρυγόνο σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. δακρυογόνος
Σημασιολογία
1) Ὁ γεννῶν δάκρυα ὁ προκαλῶν την ροην τῶν δακρύων λόγ. πολλαχ.: «Δακρυογόνος ἀδήν» Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., συνήθ. εἰς πληθ., ἀέριον προκαλοῦν δάκρυα ἢ καὶ τύφλωσιν, χρησιμοποιούμενον εἰς ἐμπολέμους συρράξεις, πρὸς διάλυσιν διαδηλώσεων κτ.τ. σύνηθ.: Ἡ ἀστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα γιὰ νὰ διαλύσῃ τοὺς ἀπεργοὺς Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA