δακρυογυαλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυογυαλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δακρυογυαλίζω Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 29.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ρ. γυαλίζω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὀφθαλμῶν, λάμπω διαβρεχόμενος ὑπὸ δακρύων: Ὅταν τόνε χαιρέτησε μὲ τὸ χαμόγελό της τὸ δροσᾶτο, μισοβράχηκαν καὶ δακρυογυάλισαν τὰ γαλανά της τὰ μάτιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/