δακρυοθλιμμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυοθλιμμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δακρυοθλιμμένος ἐπίθ. Κ. Ζερβὸς εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 97.
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. δακρυοθλίβομαι.
Σημασιολογία
Ὁ θλιμμένος ἅμα καὶ δακρυσμένος: Ποίημ. Χείλη πικρογελάμενα, μάτια δακρυοθλιμμένα, λουλούδιˬα κήπου μυστικοῦ σὲ τέμπλα σκαλισμένα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA