ἀπεριγέλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεριγέλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπεριγέλαστος ἐπίθ. Ἀθῆν. κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἀχλεύαστος) Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Μ.Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπιρ’γέλαστους Μακεδ. ἀπερ’γέλαστος Πελοπν. (Δημητσάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ μεσν. ἐπιθ. περιγέλαστος.
Σημασιολογία
᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν περιεγέλασαν, δὲν ἔσκωψαν, ὁ μὴ ἐμπαιχθείς, ἀχλεύαστος ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἀφίνει ἄνθρωπο ἀπεριγέλαστο Ἀθῆν. || Παροιμ. Πο͜ιὸς γάμος ἄκλαυτος καὶ πο͜ιὸ λείψαν᾽ ἀπερ’γέλαστο; (καὶ κατὰ τὸν γάμον συμβαίνουν ἀτυχήματα προκαλοῦντα θρήνους καὶ κατὰ τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ νεκροῦ ἢ τὴν κηδείαν συμβαίνουν ἀστεῖά τινα προκαλοῦντα γέλωτα) Δημητσάν. Συνών. ἀκοροΐδευτος, ἀπερίπαιχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA