ἀπερινεˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπερινεˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπερινεˬάζω, ᾽μπερ᾽νεˬάζω Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἐρινεάζω.
Σημασιολογία
Βάλλω ἐρινεοὺς εἰς ἥμερον συκῆν διὰ νὰ μὴ ἀπορρέῃ ὁ καρπός: Νὰ μᾶς δώσετε κἀμμιὰ πενηνταρεὰ ᾽ρ᾽νοὶ νὰ ᾿μπερ᾿νεάσωμε τὰ σῦκα μας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA