δακρυοματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δακρυοματιˬάζω ἀμάρτ. δακρυομ-μαδιˬάζω Κάρπ. ᾿ακρυομ-ματιˬάdζω Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ρ. ματιˬάζω.

Σημασιολογία

Δακρύζω: ᾎσμ. Μ-μὲ τί ᾿χεις καὶ πικραίνεσαι, γιˬατί ᾿ακρυομ-ματιˬάdζεις; -Γιˬατ᾿ ἔχω πόθον νὰ σὲ ᾿ῶ καὶ ᾿ὲν εὑρίσκω μόο (μόο = μόδο = τρόπον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/