δακρυοπλημμύριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοπλημμύριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δακρυοπλημμύριστος ἐπίθ. Κ. Παλαμ., Γράμματ. 2, 180.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλημμυριστὸς < πλημμυρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ πλημμυρισμένος ἀπὸ δάκρυα, ὁ λίαν συγκινητικός : Λὲ λειώνει σὲ δακρυοπλημμύριστα μοιρολόγια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/