ἀπεριποίητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεριποίητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπεριποίητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπεριποίηγος Πελοπν. (Μεσσ.) ἀπιριποίηγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπεριποίητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ τυχὼν περιποιήσεως ἢ ὁ μὴ περιποιούμενος ἑαυτόν, ἡμελημένος σύνηθ.: Ἀπεριποίητος ἄρρωστος-ἀπεριποίητη γυναῖκα. Ἀπεριποίητο περιβόλι-σπίτι-χτῆμα. Ἀπεριποίητο ντύσιμο σύνηθ. Τὸ κηπάρι ἀγρίεψε τόσα χρόνια ἀπεριποίητο Παξ. 2) Ὁ μὴ τυχὼν φιλόφρονος ξενίας, περιποιήσεων σύνηθ.: Ἄφησε τὸν ξένο ἀπεριποίητο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA