γυˬάλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬάλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬάλος ὁ, Νουμᾶς 200, 4 Π. Βλαστ., Ἀργώ, 116-Μ.Φιλήντ., Θρῦλ., 75 γυˬάλ-λος Κάλυμν. γυˬάλος τό, Πελοπν. (Ξηροκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω.
Σημασιολογία
1) Ἠρεμοῦσα ἐπιφάνεια ὕδατος, στίλβουσα ὡς ὕαλος Νουμ 200,4 Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν –Μ. Φιλήντ., ἔνθ᾽ἀν.: Ὁ ἀστραφτερὸς γυˬάλος τοῦ ποταμοῦ, ποὺ ἤτονε γαληνὸς καὶ ἀτάραχος Νουμᾶς, ἔνθ᾽ ἀν || Ποίημ. Μ᾽ Ἀνθή, γιατί μέσα ᾽ς τὸ γυˬάλο τοῦ πηγαδιˬοῦ τ᾽ ὁλόφωτο κοιτάζεις πρόσωπό σου; ΙΙ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. β) Στίλβουσα ἐσωτερικῆ ἐπιφάνεια ἐλαιοδόχων πηλίνων δοχείων Πελοπν. (Ξῆροκ.): Τὸ πιθάρι πρέπει νά ᾽χῃ τὸ γυˬάλος του ἀπὸ μέσα. 2) Εἶδος μικροῦ ἰχθύος συγγενεύοντος πρὸς τὸν γύλλον Κάλυμν. Συνών. γυˬαλῖνα (εἰς λ. γυˬαλίνης 2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA