γλιτσαχείλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιτσαχείλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλιτσαχείλης ἐπίθ. ἐνιαχ. γλιτσαχεί’ς Σάμ. Θηλ. λιτσαχείλα Ἰων. (Σμύρν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γλίτσα καὶ χείλι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων γλοιῶδες ὑγρὸν περὶ τὰ ἄκρα τῶν χειλέων Σάμ. Συνών. γιˬαλαμαδιˬάρης, γιˬαλαμᾶς Α2, γλιτσομυξαχείλης, μυξαχείλης. 2) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ., φλεγμονὴ τῶν χειλέων ’Ιων. (Σμύρν.): Μὴν πίνῃς ἀπὸ τὸ ποτήρι του, γιˬατὶ ἔχει γλιτσαχεῖλες καὶ θὰ κολλήσῃς || ᾎσμ. Καλησπέρα, γλιτσαχείλα, | νὰ μὴ σ’ εὕρ’ ἡ ἄλλη νύχτα (ἑξ ἐπῳδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA