γλιτσερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιτσερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλιτσερὸς ἐπίθ. ἐνιαχ. γλιντσερὸς Π. Βλαστ., ’Αργώ, 238 γλιτζερὸς Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλιντζερὸς Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

1) Ρυπαρός, ἀκάθαρτος Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Γλοιώδης, ὀλισθηρὸς Π. Βλαστ., ᾽Αργώ, ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὰ κόκκαλά σας ’ς τὴ ρηχιˬὰ θὲ νὰ λαγγεύουν, πάνω παγούριˬα γλιντσερὰ θ’ ἀργοσαλεύουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/