γυˬαλοτρώγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοτρώγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυˬαλοτρώγω ἐνιαχ. γυˬαλ-λοτρώω Κάρπ. (Ἔλυμπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

Βασκαίνω τινὰ διὰ τῶν γυαλιˬῶν, τῶν ὀφθαλμῶν μου. Συνών. βασκαίνω, βασκανίζω, ματιˬάζω, φταρμίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/