γλιτσιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιτσιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλιτσιˬάζω πολλαχ. γλιτσιˬάζου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Γραν.). Σκῦρ. κ.ἀ. γλιτζιˬάζω Θρᾴκ. Αἶν. Μάδυτ.) - Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. γλιτζιˬάζου Ἴμβρ. γλιτσιˬάζ-ζω Κῶς (Καρδάμ.) γλιτζγιˬάζω Χίος (Πισπιλ.) γλιντσιˬάζω Ἤπ. Κάρπ. Κάσ. Κωνπλ. -Κορ., ’Ανέκδ. λεξιλ. σημ., 17 - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γλιτάζω Πελοπν. (Φιγάλ.) γλιτσάζω Θήρ. Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Κυκλ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Σκόπ. Σκῦρ. -Λεξ. Δημητρ. γλιτσάζου Θεσσ. (Σκήτ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκῦρ. γλιτζάζω ᾽Αδραμ. γλιντζάζω Καππ. (Σινασσ.) Σκόπ. -Λεξ. Αἰν. Περίδ. γκλιτσιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γλισιˬάζω Κάρπ. Κάσ. Μύκ. Σέριφ. γλιˬατσιˬάζου Μακεδ. (Ζουπάν.) γλιζ-ζιˬάζω Χίος γρατσιˬάζω Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίτσα. Ὁ τύπ. γλιντζιˬάζω καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Μεταβ., καθιστῶ τι γλοιῶδες, ὀλισθηρὸν καὶ ἀμτβ., εἶμαι γλοιώδης, κολλώδης, ὀλισθηρὸς πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): ’Εγλίντσιˬασαν τὰ χείλη του Κάρπ. Γλιτσιˬάζει τὸ φαγὶ Κεφαλλ. Τὸ φαΐν νὰ μὴν τὸ φᾶτε, γιˬατὶ εἶχ-χαλασμένον, ἐγλίτζγιˬασεν Χίος (Πισπιλ.) Κάπους γλίτσιˬασαν τὰ μακαρόνιˬα κὶ δὲν τρώουντι Ἤπ. (Κουκούλ.) ᾿Èν dὲς τρώω τὲς μbάμιˬες, γιˬατὶ γλιτσιˬάζ-ζουσιν Κῶς (Καρδάμ.) Γλισιˬάζει τὸ σκουbρί, πιˬάνει bόχα (= ἄσχημη ὀσμὴ) Σέριφ. Συνὼν. ἀναγλιτσιˬάζω. 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ., ρυπαίνω, κηλιδῶ καὶ ἀμτβ., ρυπαίνομαι, κηλιδοῦμαι πολλαχ.: Τσόλα τὰ γλιτσάσετε τὰ ροῦχα σας τσαὶ πλύνετε πάλι; (τσόλα = τόσον σύντομα) Σκῦρ. Ψὲς τ’ ἄλλαξ’ τὸ παλιˬόπαιδο τσαὶ σήμερο γλιτσάστη αὐτόθ. Ἔχυσα τὸ λάδι καὶ γράτσιˬασα τὸ νυφικό μου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ᾿Αρφανά ’ναι τὰ καμένα καὶ θὰ γλιτσιˬάσουνε ἀποδῶ κ’ ἐκεῖ, ποὺ δὲν ἔχουνε κανένα νὰ τὰ πλύνῃ Νάξ. (Γαλανᾶδ.) ᾽Εγλίτσιˬασε ὁ νεροχύτης μου ἀπ’ τὰ βουτήματα τῶ gατσαρολῶ καὶ γιˬὰ νὰ καθαρίσῃ θέλει ζεματιστὸ νερὸ Μῆλ. || ᾎσμ. Μᾶς λένε που ’μαστ’ ἄσωστες, ποῦ ’μαστε τσαὶ γλίτσες, ἀμ’ γλιτσαστήκαμε δαρθὰ ἀπ’ τὰ φαγιˬὰ καὶ τ᾿ς πίττες Σκῦρ. Συνών. ἀναγλιτσιˬάζω, λιγδιˬάζω. 3) Καθίσταμαι πολτώδης, πηλώδης, πολλαχ.: Ἡ dουμάτα γλιˬάτσιˬασι Ζουπάν. Τοὺ πιπό’ εἶνι γλιˬατσιˬασμένου αὐτόθ. Γλιτάζει ὁ δρόμος μετὰ ἀπὸ βροχὴ Πελοπν. (Φιγάλ.) Ἔυις νιρὰ κὶ γλίτσασι οὑ τόπους (ἔυσις = ἔχυσες) Σάμ. Ἔκανι μιˬὰ λαdούρα = ἔβρεξε ὀλίγον, ἐρράντισεν) αὐτόθ. 4) Ὑγραίνομαι, νοτίζω. Λεξ. Αἶν.: ᾽Εγλίντζασαν οἱ λίρες. 5) Αἰσθάνομαι γλοιώδη ὑφήν ἐπί τινος ἐπιφανείας Θεσσ. (Σκητ.) Στερελλ. (’Αχυρ.): Γλιτσιˬάζουμι οὕ’ ἀπ᾽ τοὺν καπνὸ ᾽Αχυρ. Γλίτσιˬασ’ τοὺ στόμα μ’ γιˬὰ νιρά’ αὐτόθ. Ἔρριξι τὰ δίχτυˬα ᾽ς τοὺ γιˬαλὸ κὶ γλίτσασι Σκητ. 6) ᾽Επὶ ὕδατος ἢ ἄλλης ἐπιφανείας, καλύπτομαι ὑπὸ γλοιώδους ἐπιστρώματος Κάρπ.: ’Εγλίντσιˬασε τὸ νερὸν. 7) Παθ. μετοχ.: α) Γλοιώδης, ὀλισθηρὸς πολλαχ.: Οἱ ἐλιˬὲς ποὺ ἤβαλα ’ς τὸ κουρούπι ἐγλιτσάσανε Κρητ. (Νεάπ.) || ᾌσμ. Ὠρὴ ξερὴ φασκομηλιˬὰ καὶ γλιτσασμένη βιˬόλα, ποιˬός σοῦ ’πε πὼς σ᾽ ἐγάπησα κ᾿ ἐπίστεψές με κιˬόλας; Κρητ. (Σητ.) Πάνω σὲ πέτρ’ ἀνέβηκεν ὁ νιˬὸς νὰ τὰ μετρήσῃ καὶ νὰ τ’ ἀποτσακίσῃ, μά ’τον ἡ πέτρ’ ἀποὺ βροχὴ κ᾽ ἦτο gαὶ γλιτσιˬασμένη ἡ -γ-ἐρημοκαηˬμένη Δ. Κρητ. β) ’Ακάθαρτος, ρυπαρὸς πολλαχ.: Τὰ χέριˬα σ’ ἔναι γλιτσασμένα Σκῡρ. Μbρὶν λ-λίην ὥραν dὸν ἔλλαξα κ᾽ ἦρτεμ μου πάλι γλιτσασμένος Κῶς (Καρδάμ.) Γλιτσιˬασμένα φορέματα Κύθν. Γλιζ-ζιˬασμένο ροῦχο Χίος. Μιˬὰ γλιτσασμένη bοδιˬὰ φορεῖ κιˬ ἀνακατεύομαι ὅσο dὴ θωρῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γλιτσασμένο ᾽ναι τὸ φουστάνι τζη αὐτόθ. γ) Ἐπὶ ἄρτου, ὁ εὐρωτιῶν Κάρπ. Κάσ. Συνών. ἀναμμένος, μουχλιˬασμένος, σαχλιˬασμένος, φυκιˬασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA