δακρυοσταλαγμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυοσταλαγμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δακρυοσταλαγμὸς ὁ, Ν. Ἑστ. 21 (1936), 78.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ σταλαγμός.

Σημασιολογία

Ἡ ροή, ὁ σταλαγμὸς τῶν δακρύων: Ποίημ. Τοὺς δρόμους, ποὺ περνούσαμε μαζὶ τοὺς πέρασα τὸ βράδυ χτὲς μονάχη καὶ κάθε πέτρα, κάθε τους γραμμὴ καὶ τὰ θολὰ νεράκιˬα τους κ᾿ οἱ βράχοι τὰ τάραξαν δακρυοσταλαγμοί…

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/