δακρυοσταλαχτίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυοσταλαχτίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δακρυοσταλαχτίτης ὁ, Μ. Τσιριμώκ., Δεκάστ., 28.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ σταλαχτίτης.
Σημασιολογία
Ἡ σταγὼν δακρύου: Ποίημ. Κ᾿ ἐνῶ κοντά σου μὲ τραβοῦν μαγνῆτες, σκορποῦν ἄτρεμο φῶς, σὰν τοὺς πλανῆτες τὰ μάτιˬα σου, ποὺ δαμασκιˬὰ λεπίδιˬα μὲ σφάζουν κι᾿ ὅταν δακρυοσταλαχτίτες φαντάζουν στὰ ματόκλαδα, στολίδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA