δακρυτερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δακρυτερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δακρυτερὸς ἐπίθ. Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ. ἀρχ. ἐπιθ. δακρυτὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ερός. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ ρέπων πρὸς δακρυσμόν, ὁ προκαλῶν δάκρυα ἔνθ᾿ ἀν.: Δακρυτερὸ γέλιˬο. Δακρυτερὸ τὸ μοιρολόι τῆς μάννας του Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/