δακρυώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δακρυώνω Θήρ. (Οἴα κ.ἀ.) Κρήτ. - Λεξ. Βάιγ. δακρυιˬώνω Κρήτ. δακρυών-νω Μεγίστ. δακρυών-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) δαgρυών-νω Σύμ. δακρώνω Πόντ. (Ἰνέπ.) δακρώνω Πόντ. (Ἴμερ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) δαρκώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ώνω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Δακρύζω ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ ξέρω εἶdα πάθανε τὰ μάθιˬα μου καὶ δακρυώνουνε μὲ τὸ παραμικρὸ Θήρ. Ἐπέθανεν ἡ γεναῖκα του τσ᾿ ᾿ὲν ἐδαρκώσαγ καθόλου τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα του Κύπρ. Ἐδ άκρωσαν τ᾿ ὀμμάτιˬα τ᾿ Πόντ. (Τραπ.) Ἐδαgρυώσαd dάμ μάτιˬα μου Σύμ || Παροιμ. Ὅταν ἀποκλαίανε ὅλοι, ἑδακρύωνε κ᾿ ἡ χήρα (περὶ ἐκείνων, οἵτινες ἐνδιαφέρονται διὰ τὰς ἑαυτῶν ὑποθέσεις ὀλιγώτερον ἢ πάντες οἱ ἄλλοι) ἀγν. τόπ. Συνών. παροιμ Ἀφοῦ ἀποκλάψαν ὅλοι, δάκρυσε κ᾿ ἡ χήρα || ᾌσμ. Εἶdα ᾿χου dὰ ματάτσα σου τσ᾿ εἶναι δακρυωμένα ; Μήπως, γιˬατὶ μ᾿ ἀρνήθησαν, εἶναι μετανοιˬωμένα; Θήρ. Κ᾿ ἐγὼ τὸ ἰδεῖν ἐτρόμαξα κ᾿ ἐδάκρυωσε dὸ φῶς μου Κρήτ. Θωρεῖ τὴν κάλην του δαρκωμένην ᾿ς τὰ γόνατά της ᾿πουκουπ-πισμένην Κύπρ. Εἶδα τ᾿ ὀμμάτᾶ σ᾿ εἶδα ᾿τα, εἶδα ᾿τα δακρωμένα, φοοῦμαι γιˬάμ ἐντῶκε σε ἡ μάννα σ᾿ γιˬὰ τ᾿ ἐμένα Πόντ. (Ἴμερ.) 2) Ἐπὶ πηγῆς ὕδατος, στάζω τὸ ὕδωρ ὀλίγον, κατὰ σταγόνας Κρήτ. Συνών. δακρύζω 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA